Για μία κυβέρνηση η οποία θέτει το περιβάλλον και τη βιώσιμη ανάπτυξη ως βασικές προτεραιότητες, η κατασκευή και λειτουργία νέων λιγνιτικών μονάδων αποτελούν την επιτομή της αντίφασης. Ο λιγνίτης δεν θα μειώσει το κόστος ενέργειας, δεν θα λύσει το πρόβλημα ανεργίας στη ΒΔ Μακεδονία και δεν θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας.

Η παράταση ή/και αύξηση της εξάρτησης της χώρας από τον λιγνίτη, δεν ακυρώνει απλά την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον αλλά απειλεί να γυρίσει την Ελλάδα πολλές δεκαετίες πίσω.

Δεν χρειάζεται να αναλύσουμε και πάλι ότι ο λιγνίτης είναι η μεγαλύτερη απειλή για τη δημόσια υγεία, το περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους της χώρας. Ούτε ότι πρόκειται για τον υπ’ αριθμό 1 εχθρό του κλίματος, πέρα από την απλή αναφορά ότι αν η ανθρωπότητα δεν εγκαταλείψει πλήρως τον άνθρακα για ηλεκτροπαραγωγή το διάστημα 2030-2050, ο πλανήτης αφήνεται στο έλεος των καταστροφικών και μη-αναστρέψιμων κλιματικών αλλαγών.

Εδώ ας πούμε μόνο τρία πράγματα για το πόσο ‘φθηνός’ πραγματικά είναι ο λιγνίτης για την οικονομία μας. Ας μιλήσουμε δηλαδή σε μία γλώσσα αμιγώς οικονομική, αφού φαίνεται ότι κάποιοι μόνο αυτή καταλαβαίνουν.

Ο λιγνίτης δεν είναι, αλλά φαίνεται, φθηνός διότι:

  1. Επιδοτείται αδρά από το ελληνικό κράτος. Δηλαδή από εμάς τους φορολογούμενους. Με σκανδαλωδώς ευνοϊκή νομοθεσία για τη λειτουργία των λιγνιτωρυχείων εις βάρος των τοπικών κοινωνιών και, κυρίως, τη δωρεάν παραχώρηση των λιγνιτικών και υδάτινων πόρων. Για παράδειγμα, οι λιγνιτικές μονάδες κάθε χρόνο κυριολεκτικά αφανίζουν 50 εκατ. τόνους νερό από τα οικοσυστήματα της χώρας μας. Ποσότητα ικανή να καλύψει τις ανάγκες μισού εκατ. νοικοκυριών. Η ΔΕΗ σήμερα δεν έχει καμία υποχρέωση να κάνει κάτι ή να πληρώσει για αυτό. Σας φαίνεται σωστό;
  2. Δεν προσμετρείται το κόστος από τις επιπτώσεις στη δημόσια υγεία και το περιβάλλον. Δηλαδή το κόστος για τη δραματική μείωση του προσδόκιμου ζωής για χιλιάδες συμπολίτες μας, τα έξοδα νοσηλείας, την επιβάρυνση του εθνικού συστήματος υγείας, κα. Για το διάστημα 2008-2012 το κόστος αυτό εκτιμήθηκε από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος, σε 6-18 δις ευρώ. Να το πω διαφορετικά: Κατά τη διάρκεια της κρίσης, το ελληνικό ΑΕΠ ζημιώθηκε έως και 18 δις ευρώ εξαιτίας της λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων.
  3. Οι λιγνιτικές μονάδες λειτουργούν συνεχώς χωρίς την ανάγκη να αυξομειώνουν ιδιαίτερα την παραγωγή τους. Κάτι που έτσι κι αλλιώς δεν μπορούν (τεχνικά) να κάνουν. Αυτό όμως σημαίνει ότι (τεχνικά) δεν μπορούν να συνυπάρξουν σε μία οικονομία με υψηλή διείσδυση ΑΠΕ και έξυπνη χρήση της ενέργειας. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που μία-μία οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές ΔΕΚΟ εγκαταλείπουν τις αργές θερμικές μονάδες και στρέφονται στην καθαρή ενέργεια, αφού δεν διαφαίνεται οικονομικά βιώσιμο το μέλλον τους σε έναν ενεργειακό τομέα που αλλάζει και γίνεται πιο ευέλικτος και καθαρός.

Συνοψίζοντας, ναι, ο λιγνίτης είναι πράγματι ‘φθηνός’ αν συνεχίσουμε να τον επιδοτούμε, αν κάνουμε τα στραβά μάτια στο κρυφό κόστος της καταστροφής που προκαλεί και αν φροντίσουμε να λειτουργεί αδιάλειπτα, φρενάροντας τον ρυθμό ανάπτυξης των ΑΠΕ και των επενδύσεων εξοικονόμησης ενέργειας.

Προφανώς κάποιοι κάνουν ακόμα λόγο για ‘φθηνό λιγνίτη’ επειδή δεν έχουν πρόβλημα να συνεχίσουν να τον πληρώνουν 11 εκατομμύρια πολίτες με έμμεσο τρόπο.

Είναι αυτό το μέλλον που θέλουμε;

Το τραγελαφικά αστείο είναι ότι ακόμα και έτσι, οι ΑΠΕ σήμερα έχουν πλησιάσει όσο ποτέ άλλοτε το κόστος παραγωγής του (επιδοτούμενου) λιγνίτη. Είναι θέμα χρόνου να τον ξεπεράσουν.

Στην Ελλάδα η παραγωγή ηλιακής ενέργειας στα σπίτια μας είναι ήδη φθηνότερη (ανηγμένο κόστος) από αυτή που αγοράζουμε από το δίκτυο.

Καθώς όλο και περισσότερα νοικοκυριά θα χρησιμοποιούν φωτοβολταϊκά για να παράγουν μέρος της ενέργειας που χρειάζονται, καθώς όλο και περισσότερα αιολικά πάρκα θα αντικαθιστούν συμβατικές μονάδες (που έτσι κι αλλιώς θα δυσκολεύονται να βρουν χρηματοδότηση), όλο και περισσότεροι συσσωρευτές θα συνδέονται στο δίκτυο, η λιγνιτική παραγωγή θα αγκομαχάει να καλύψει μέρος της ευμετάβλητης ζήτησης, χωρίς να μπορεί καταρχάς τεχνικά, και κατά δεύτερον οικονομικά, να ανταγωνιστεί τις ΑΠΕ και την αποθήκευση.

Όταν οι μεγαλύτερες εταιρίες ηλεκτροπαραγωγής εγκαταλείπουν τον άνθρακα, κάποιοι ονειρεύονται την αύξησή του στη ΔΕΗ.

Η αύξηση της λιγνιτικής παραγωγής, όμως, δεν υπονομεύει απλώς κάθε έννοια κλιματικής και περιβαλλοντικής πολιτικής.

Είναι μία αχρείαστη και πανάκριβη επιλογή, βγαλμένη από άλλον αιώνα, που θα στοιχίσει δισεκατομμύρια ευρώ στους Έλληνες πολίτες.