DIESEL: Ο σιωπηρός δολοφόνος

Η πετρελαιοκίνηση είναι πρόβλημα, όχι λύση

νέο - 28 Ιανουαρίου, 2005
Να μην αρθεί η απαγόρευση της κυκλοφορίας πετρελαιοκίνητων επιβατηγών αυτοκινήτων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη ζητά η Greenpeace, τονίζοντας ότι, σε αντίθεση περίπτωση, θα οξυνθεί το νέφος και θα αυξηθούν υπέρμετρα τα θύματα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.

Τη θέση της αυτή τεκμηριώνει η διεθνής περιβαλλοντική οργάνωση σε σχετική έκθεση, η οποία φέρει το χαρακτηριστικό τίτλο "Diesel: ο σιωπηρός δολοφόνος" και η οποία δημοσιοποιήθηκε σήμερα σε συνέντευξη τύπου που έδωσε η Greenpeace. Η έκθεση αυτή απομυθοποιεί τη δήθεν φιλοπεριβαλλοντική διάσταση της πετρελαιοκίνησης και τεκμηριώνει όλους εκείνους τους λόγους που επιβάλλουν και σήμερα τη συνέχιση της ισχύουσας απαγόρευσης των πετρελαιοκίνητων αυτοκινήτων.

"Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ελλάδα. Το φάντασμα της πετρελαιοκίνησης. Τον τελευταίο καιρό πληθαίνουν οι φωνές εκείνων που θεωρούν ότι ήρθε η ώρα να αρθεί η απαγόρευση της κυκλοφορίας πετρελαιοκίνητων επιβατηγών οχημάτων στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Υποστηρίζουν μάλιστα ότι η άρση αυτή επιβάλλεται για περιβαλλοντικούς λόγους, αφού οι σύγχρονοι πετρελαιοκινητήρες έχουν επιλύσει πολλά από τα προβλήματα του παρελθόντος και διεκδικούν επί ίσοις όροις μια θέση στους δρόμους δίπλα στους συμβατικούς βενζινοκινητήρες. Αν ζυγίσει κανείς τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της πετρελαιοκίνησης, η ζυγαριά γέρνει σαφώς προς την πλευρά των μειονεκτημάτων", τόνισε ο Νίκος Χαραλαμπίδης, διευθυντής του ελληνικού γραφείου της Greenpeace.

Το ντίζελ είναι ένας "σιωπηρός δολοφόνος", ο οποίος ευθύνεται για το θάνατο χιλιάδων ανθρώπων κάθε χρόνο. Η ισχύουσα (αλλά και η επερχόμενη) νομοθεσία για τις επιτρεπόμενες εκπομπές ρύπων δε μπορεί να προστατεύσει επαρκώς τη δημόσια υγεία.

Η πιθανή άρση της απαγόρευσης των πετρελαιοκίνητων επιβατηγών αυτοκινήτων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη θα είχε ως αποτέλεσμα την έξαρση του φωτοχημικού νέφους και την επαύξηση των ήδη υψηλών επιπέδων των επικίνδυνων μικροσωματιδίων. Τα σύγχρονα πετρελαιοκίνητα επιβατηγά αυτοκίνητα εκπέμπουν κατά μέσο όρο 8-10 φορές περισσότερα οξείδια του αζώτου από τα αντίστοιχα βενζινοκίνητα και συνεπώς συμβάλλουν αναλογικά περισσότερο στη δημιουργία φωτοχημικού νέφους. Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι τα πετρελαιοκίνητα οχήματα εκλύουν 10-300 φορές περισσότερα μικροσωματίδια από τα αντίστοιχα βενζινοκίνητα σύγχρονης τεχνολογίας. Η Ελλάδα κατέχει ένα αρνητικό ρεκόρ σε ότι αφορά στα επίπεδα των μικροσωματιδίων (ΡΜ10) στην ατμόσφαιρα. Τα "πρωτεία" κρατά η Θεσσαλονίκη (2 στις 3 μέρες, η μέση συγκέντρωση των ΡΜ10 είναι πάνω από το όριο των 50 μg/m3), δεύτερη η Αθήνα (1 στις 2 μέρες, η μέση συγκέντρωση των ΡΜ10 είναι πάνω από τα 50 μg/m3) και ακολουθούν η Λάρισα και η Πάτρα στην τρίτη και τέταρτη θέση αντίστοιχα. Οι σχετικές μελέτες του τμήματος Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών έδειξαν ότι αν τα μέσα επίπεδα των μικροσωματιδίων (ΡΜ10) στην Αθήνα ήταν κάτω από 20 μg/m3 (αντί των 52,12 μg/m3 που είναι τώρα), θα είχαμε 5.066 λιγότερους θανάτους κάθε χρόνο. Επιπλέον, μια τέτοια μείωση θα αύξανε το προσδόκιμο ζωής σχεδόν κατά ένα χρόνο για κάθε κάτοικο της Αθήνας.

Όπως τεκμηριώνεται από πρόσφατες μελέτες, τα πετρελαιοκίνητα οχήματα συμβάλλουν εν τέλει περισσότερο στην αλλαγή του κλίματος του πλανήτη από τα αντίστοιχα βενζινοκίνητα. Επιπλέον, το "εξωτερικό" κοινωνικό-περιβαλλοντικό κόστος της πετρελαιοκίνησης για την Αθήνα είναι τριπλάσιο αυτού που υπολογίστηκε για τους βενζινοκινητήρες.

Δυστυχώς, ούτε η αναμφισβήτητη τεχνολογική πρόοδος ούτε η διαρκώς αυστηρότερη νομοθεσία, ούτε βέβαια οι ανεπαρκείς -ούτως ή άλλως- έλεγχοι φαίνεται να μπορούν να μας προστατεύσουν προς το παρόν. Επειδή τα περιβαλλοντικά προβλήματα που σχετίζονται με την αυτοκίνηση είναι υπαρκτά και οξυμένα, η σημερινή κατάσταση (της απόλυτης κυριαρχίας των βενζινοκίνητων Ι.Χ. δηλαδή) δε μπορεί να συνεχιστεί ως έχει. Η πετρελαιοκίνηση όμως δεν είναι η λύση. Απαιτούνται δραστικές αλλαγές σε τρεις κατευθύνσεις:

1. Μείωση των διανυόμενων επιβατοχιλιομέτρων με παράλληλη βελτίωση και ανάπτυξη των μέσων μαζικής μεταφοράς.

2. Βελτίωση της αποδοτικότητας των οχημάτων (με αλλαγές στο σχεδιασμό των κινητήρων και των αμαξωμάτων) ώστε να μειωθεί η κατανάλωση καυσίμου και η ρύπανση.

3. Στροφή σε εναλλακτικά καθαρότερα καύσιμα (π.χ. βιοκαύσιμα), με προτεραιότητα στην υιοθέτηση τέτοιων καυσίμων σε ειδικούς και ιδιαίτερα επιβαρυντικούς για το περιβάλλον στόλους οχημάτων (ταξί, λεωφορεία, απορριμματοφόρα, οχήματα δημοσίων υπηρεσιών).