Σε δημόσια διαβούλευση μόλις 5 ημερών έθεσε η κυβέρνηση το κείμενο για την επιλεξιμότητα των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ). Στα πλαίσια των κατευθύνσεων που περιγράφονται στο ίδιο το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το κείμενο αυτό καθορίζει ποιες επενδύσεις μπορούν να επιλεγούν για χρηματοδότηση από το ΤΑΑ. Προκαλεί αλγεινή εντύπωση για άλλη μία φορά ο εξαιρετικά περιορισμένος χρόνος της δημόσιας διαβούλευσης, ο οποίος εκ των πραγμάτων περιορίζει τη συμμετοχή της κοινωνίας στον δημόσιο διάλογο για τις κατευθύνσεις προς τις οποίες θα διοχετευτούν σημαντικά ποσά στην οικονομία της χώρας.

Τα σχόλια που κατέθεσε η Greenpeace στη δημόσια διαβούλευση εστιάζουν στον μη ρητό αποκλεισμό κάθε επένδυσης σε ορυκτό αέριο, την έλλειψη προβλέψεων για επενδύσεις σε εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια και την σχεδόν πλήρη απουσία του αγροδιατροφικού τομέα από τις επιλέξιμες επενδύσεις.

Στο κείμενο αναφέρονται ως αποκλειόμενες δραστηριότητες ως προς τις επιπτώσεις στο περιβάλλον “επενδύσεις που σχετίζονται με την εξόρυξη ή την εξαγωγή, επεξεργασία, διανομή, αποθήκευση ή καύση στερεών ορυκτών καυσίμων και πετρελαίου, καθώς και επενδύσεις που σχετίζονται με την άντληση φυσικού αερίου”. Ενώ λοιπόν αναγνωρίζεται η επίπτωση του φυσικού αερίου στο περιβάλλον, δεν αποκλείονται ρητά από τα κριτήρια επιλεξιμότητας οι επενδύσεις για μεταφορά και διανομή αερίου, ούτε και οι επενδύσεις για φυσικό αέρια στα κτίρια. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι το φυσικό αέριο είναι ένα ορυκτό καύσιμο και οποιαδήποτε νέα επένδυση σε αυτό δεν μπορεί να καταστεί βιώσιμη και να εκπληρώσει τους κλιματικούς στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού για τον 1,5 βαθμό.

Η συνεχιζόμενη χρηματοδότηση υποδομών αερίου και μέσα από το ΤΑΑ εγκλωβίζουν τη χώρα μας στην εξάρτησή της από τα ακριβά ορυκτά καύσιμα, το κόστος των οποίων θα επωμιστούν πρώτα τα φτωχά νοικοκυριά και οι ευάλωτες κοινωνικά ομάδες, ειδικά στη σημερινή συγκυρία με την αύξηση των τιμών του ορυκτού αερίου. Οι ευκαιρίες δανειοδότησης από το ΤΑΑ θα έπρεπε αντίθετα να κατευθυνθούν προς τη συνολική διακυβέρνηση του προγράμματος δίκαιης αναπτυξιακής μετάβασης, με συνεχή διαβούλευση και συνδιαμόρφωση προτάσεων και λύσεων με τις τοπικές κοινωνίες.

Αντίστοιχα και στον κτιριακό τομέα, αντί για επενδύσεις σε φυσικό αέριο για θέρμανση, η καλύτερη λύση είναι να αξιοποιηθούν οι διαθέσιμοι πόροι απευθείας για ενεργειακές αναβαθμίσεις και χρήση αντλιών θερμότητας.

Τέλος, ο αγροδιατροφικός τομέας αναφέρεται ελάχιστες φορές στο κείμενο ως πιθανός τομέας επενδύσεων, παρά την άμεση σύνδεσή του με τη βιοποικιλότητα και την κλιματική αλλαγή, ενώ η τελευταία αποτελεί και έναν από τους πυλώνες προτεραιότητας των Εθνικών Σχεδίων Ανάκαμψης. Απουσιάζει η σύνδεση πιθανών επενδύσεων με τις ευρωπαϊκές στρατηγικές που στοχεύουν στη μείωση του κλιματικού αποτυπώματος του αγροδιατροφικού τομέα και την προστασία της βιοποικιλότητας. Επιπλέον, απουσιάζει κάθε αναφορά στην κατεύθυνση των επενδύσεων προς την ενίσχυση των μικρών εκμεταλλεύσεων που παράγουν τροφή με βιώσιμες μεθόδους, καθώς και προς τη βιώσιμη κατανάλωση και την αντιμετώπιση της σπατάλης τροφίμων.

Όλες οι δράσεις και οι επενδύσεις που συνδέονται με το ΤΑΑ πρέπει να στοχεύουν στην πραγματική ανάκαμψη από την πανδημία, βασισμένη στις αξίες της προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας, της διαφάνειας, της συμμετοχής, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της δημοκρατίας.