Της Γλυκερίας Γκότση
Έχει νόημα να βοηθήσω ένα σπίτι ανάμεσα στα χιλιάδες, που πλημμύρισαν; Και αν μετά από 2 εβδομάδες ξαναβρέξει και τα νερά μπουν και πάλι στα σπίτια, αυτών των ανθρώπων, θα έχουν-έχουμε την δύναμη να τα ξανακαθαρίσουμε; Αν ήμουν εγώ στην θέση αυτών των ανθρώπων, θα με βοηθούσε κάποιος; Έχουν αξία τα έπιπλα, τα ηλεκτρικά είδη, οι φωτογραφίες, τα ενθύμα που καταστράφηκαν, αφού αυτοί οι άνθρωποι γλίτωσαν; Αυτές ήταν κάποιες απο τις ερωτήσεις που περνούσαν από το μυαλό μου καθώς κουβαλούσα τα βαριά έπιπλα και προσπαθούσα να βγάλω την λάσπη έξω από τα σπίτια τους. Και η απάντηση, σε όλες τις ερωτήσεις ήταν, ναι.
Και κάπως έτσι συνέχιζα παίρνοντας θετική ενέργεια: απο ομάδες νέων παιδιών που τόσο γρήγορα είχαν αυτό οργανωθεί βοηθώντας με κάθε τρόπο, απο ανθρώπους που ως μονάδες απλά φορώντας ένα ζευγάρι γαλότσες και δυο γάντια (κάποιες φορές δυστυχώς ούτε και αυτά) είχαν βουτυχθεί μέσα στις λάσπες και δούλευαν ακούραστα με ανιδιοτέλεια, απο ηλικιωμένους ή άρρωστους που πήγαινες να τους βοηθήσεις και κάθε τόσο σου έλεγαν και σου ξανά λεγαν “Αστο αυτό, μην κουράζεσαι, θα το κάνω εγώ μετά.”
Φύγαμε και οι 5 μέρες που ήμασταν εκεί, έμοιαζαν 10. Είδαμε έναν ηλικιωμένο κύριο να έχει πάρει μια λεκανίτσα και να πλένει κάποια ασπρόρουχα στο πίσω μέρος της αυλής του ενώ γύρω του τα πάντα ήταν μέσα στις λάσπες. Είδαμε μια κοπέλα-φοιτήτρια να πετάει όλα της τα υπάρχοντα καθαρίζοντας το σπίτι που είχε νοικιάσει. Είδαμε μια οικογένεια να πετάει τα μωρουδίστικα παπουτσάκια των παιδιών τους. Είδαμε ανθρώπους σχεδόν να μας παρακαλάνε να πάμε στο δικό τους σπίτι για να βοηθήσουμε ή έστω να τους δώσουμε μια μάσκα, ένα ζευγάρι γάντια, μια φόρμα εργασίας, ένα μπουκάλι νερό…
Και μετά απ όλα αυτά, στην επιστροφή, υπήρχε μια ερώτηση που τριγύριζε στο μυαλό μου και δεν είχα ξεκάθαρη απάντηση. Γιατί συνέβη αυτή η καταστροφή;