Πόσο εκτεθειμένα είναι τα ελληνικά νοικοκυριά στις θερμοκρασίες που σκαρφαλώνουν και ποια νοικοκυριά είναι εκείνα που βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο; © Photo by Matheus Bertelli from Pexels

Το καλοκαίρι του 2025 βρίσκει τον πλανήτη, αλλά και την Ελλάδα, αντιμέτωπο με μια νέα κλιματική πραγματικότητα. Το προηγούμενο καλοκαίρι καταγράφηκε ως το θερμότερο στην παγκόσμια ιστορία. Ιδιαίτερα τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, οι θερμοκρασίες εκτοξεύτηκαν πολύ πάνω από τα προηγούμενα ρεκόρ, δοκιμάζοντας τα όρια αντοχής κοινωνιών και υποδομών. 

Στην Ελλάδα, η κατάσταση καταγράφεται ως εξίσου, αν όχι περισσότερο, ανησυχητική. Το καλοκαίρι του 2024 ήταν το θερμότερο καλοκαίρι από το 1960, με τη μέση τιμή της θερμοκρασίας στη χώρα να ξεπερνάει κατά 2,9°C τη μέση τιμή της περιόδου 1991-2020. Τόσο ο Ιούνιος όσο και ο Ιούλιος του 2024 ήταν οι θερμότεροι αντίστοιχοι μήνες όλων των εποχών, με τις μέσες θερμοκρασίες να ξεπερνούν κατά 3,6-4°C και 3°C αντιστοίχως τον μέσο όρο των θερμοκρασιών Ιουνίου και Ιουλίου της περιόδου 1981-2010. Επιπλέον, ο καύσωνας του Ιουλίου ήταν ο μεγαλύτερος σε διάρκεια που καταγράφηκε ποτέ4, ενώ περιοχές της νοτίου Ελλάδας εμφάνισαν τη μεγαλύτερη αύξηση σε αριθμό “τροπικών νυχτών” σε όλη την Ευρώπη. 

Αυτή η μετατόπιση από τις “ακραίες” συνθήκες στην “κανονικότητα” ενός επικίνδυνα θερμού κλίματος φέρνει στο προσκήνιο μια βαθιά κοινωνική πρόκληση, τη στιγμή ειδικά που η αύξηση των θερμοκρασιών τις επόμενες δεκαετίες πρέπει να θεωρείται πια μια βεβαιότητα. Μπορούν τα σπίτια στην Ελλάδα να προστατεύσουν τους κατοίκους τους έναντι αυτών των ολοένα πιο επιδεινούμενων συνθηκών; Πόσο εκτεθειμένα είναι τα ελληνικά νοικοκυριά στις θερμοκρασίες που σκαρφαλώνουν και ποια νοικοκυριά είναι εκείνα που βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο; Ποιοι είναι οι βασικότεροι παράγοντες που καθορίζουν την ικανότητα προσαρμογής τους σε αυτές τις συνθήκες και πώς οι κυβερνητικές πολιτικές μπορούν να τους ενισχύσουν ή να τους υποθάλψουν; 

Η παρούσα ανάλυση επιχειρεί να δώσει ορισμένες απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, μέσα από τη σύνθεση της διαθέσιμης πληροφορίας στην ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία: 

  • Σύμφωνα με μελέτες σε κατοικίες της Αθήνας, η θερμοκρασία εντός σπιτιών το καλοκαίρι κυμαίνεται μεταξύ 29-32°C, ενώ φτάνει και μέχρι τους 35,5-40°C.  
  • Τα εθνικά και διεθνή πρότυπα θερμικής άνεσης τοποθετούν τα ανώτατα όρια θερμοκρασίας μεταξύ 23-26°C, ενώ ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας σημειώνει ότι οι πιο ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, όπως οι ηλικιωμένοι, διατρέχουν ελάχιστο κίνδυνο όταν οι θερμοκρασίες εντός κατοικιών παραμένουν κάτω από τους 24°C.
  • Η υπερθέρμανση των κατοικιών έχει σημαντικότατες επιπτώσεις στην καθημερινή ζωή των κατοίκων, με την επιστημονική έρευνα να έχει καταγράψει εκτεταμένα το μέγεθος της επίδρασης στην ποιότητα ζωής τους και τα οικονομικά τους, τη σωματική και ψυχική τους υγεία, όπως επίσης στην εκπαίδευση και την εργασία.  
  • Η κατανάλωση ενέργειας λόγω χρήσης κλιματιστικού για το μέσο ελληνικό νοικοκυριό σχεδόν τριπλασιάστηκε την περίοδο 2000-2022, ενώ η ζήτηση κλιματιστικών αυξήθηκε μεταξύ 2019 και 2023 κατά 53%.
  • Σύμφωνα με προβλέψεις, η ζήτηση ηλεκτρικού ρεύματος θα αυξηθεί στην Ελλάδα έως και 83% την περίοδο 2041-2050, και στα τέλη του αιώνα μέχρι και 248%.
  • Αν τα πράγματα παραμείνουν ως έχουν, η θερμοκρασία εντός κατοικιών το 2050 ενδέχεται να ξεπερνάει τους 32°C για το 50% της θερινής περιόδου στα Δωδεκάνησα, το 45% της θερινής περιόδου στην Αττική και το 30-40% σε πολλές ακόμη νησιωτικές περιοχές. 

Το ελληνικό γραφείο της Greenpeace θα συνεχίσει να παρακολουθεί και να αναδεικνύει τις κοινωνικές διαστάσεις της κλιματικής κρίσης. Κατά τη διάρκεια του 2025, θα υλοποιήσει πρωτογενή έρευνα πεδίου σε συνεργασία με το Ελληνικό Ινστιτούτο Παθητικού Κτιρίου, για την αποτύπωση της ευαλωτότητας των νοικοκυριών απέναντι στις υψηλές θερμοκρασίες, αλλά και για την προώθηση λύσεων που ενισχύουν την ενεργειακή αυτάρκεια και την αξιοπρεπή διαβίωση στην ελληνική κατοικία. 

Βρείτε ολόκληρη την ανάλυση εδώ.

Συγγραφή παρόντος κειμένου: Άλκης Καφετζής, συντονιστής έργου για τη θερινή ενεργειακή φτώχεια

**Πρώτη δημοσίευση της ανάλυσης στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.