
Με το τέλος ενός ακόμη καλοκαιριού, που συνοδεύτηκε για άλλη μία χρονιά από υψηλές θερμοκρασίες και παρατεταμένους καύσωνες, δημοσιεύεται η δεύτερη ανάλυση της Greenpeace για τη θερινή ενεργειακή φτώχεια. Ένα ζήτημα που αναμένεται να μας απασχολεί όλο και περισσότερο τα επόμενα χρόνια, καθώς η κλιματική κρίση κάνει τα καλοκαίρια μια όλο και μεγαλύτερη πρόκληση για την καθημερινότητα των πολιτών. Στη νέα αυτή ανάλυση παρουσιάζονται τα πρώτα συγκεντρωτικά δεδομένα από την έρευνα πεδίου που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το Ελληνικό Ινστιτούτο Παθητικού Κτιρίου (ΕΙΠΑΚ), αυτό το καλοκαίρι. Η εικόνα που διαμορφώνεται είναι ξεκάθαρη. Τα περισσότερα ελληνικά σπίτια δεν μπορούν να προστατεύσουν επαρκώς τους κατοίκους τους από τις ολοένα αυξανόμενες θερμοκρασίες.
Μεταξύ Ιουλίου και Αυγούστου 2025 πραγματοποιήθηκε η πρώτη έρευνα πεδίου που κατέγραψε σε πραγματικό χρόνο τις θερμοκρασίες, την υγρασία, τον θόρυβο και άλλα κρίσιμα δεδομένα εντός σπιτιών σε διαφορετικές πόλεις της χώρας, καλύπτοντας όλες τις κλιματικές ζώνες. Τα αποτελέσματα αυτά συνδυάζονται με τις διαθέσιμες πληροφορίες για τη γενική κατάσταση του κτιριακού αποθέματος, τις πολιτικές που σχετίζονται με τις ενεργειακές αναβαθμίσεις και μια αξιολόγηση των προγραμμάτων “Εξοικονομώ”. Η ανάλυση καταλήγει σε βασικές προτεραιότητες πολιτικής που θα εξασφάλιζαν ότι οι ενεργειακές αναβαθμίσεις οδηγούν σε ένα αποανθρακοποιημένο απόθεμα κατοικιών, ικανό να προστατεύει τους κατοίκους από τις ολοένα υψηλότερες θερμοκρασίες και να προσφέρει καλύτερη ποιότητα ζωής.
H έρευνα πεδίου ανέδειξε ότι σε αμόνωτες και ήπια ανακαινισμένες κατοικίες ο μέσος όρος των θερμοκρασιών κατά τον καύσωνα του Ιουλίου ξεπέρασε τους 30°C, ενώ στα παθητικά σπίτια κυμάνθηκε στους 26–28°C. Τον Αύγουστο, παρότι δεν υπήρξε αντίστοιχο κύμα καύσωνα, οι θερμοκρασίες εντός των αμόνωτων και ήπια ανακαινισμένων σπιτιών παρέμειναν ψηλά, γύρω στους 29°C. Παράλληλα, καταγράφηκαν υψηλά επίπεδα υγρασίας, υπερβάσεις στα ανώτατα όρια συγκέντρωσης CO₂ και θόρυβοι σε αμόνωτα σπίτια άνω των ορίων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Η εικόνα αυτή δείχνει ότι μόνο οι ουσιαστικές αναβαθμίσεις και ο παθητικός σχεδιασμός μπορούν να διασφαλίσουν βιώσιμες συνθήκες διαβίωσης.
Η γενικότερη εικόνα του κτιριακού αποθέματος είναι εξίσου ανησυχητική, σύμφωνα με τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα στην ελληνική και ξένη βιβλιογραφία. Η Ελλάδα διαθέτει ένα από τα πιο παλιά και ενεργειακά ευάλωτα αποθέματα κατοικιών στην Ευρώπη, με πάνω από το 50% των σπιτιών χτισμένα πριν το 1980, δηλαδή πριν από την εφαρμογή οποιασδήποτε υποχρέωσης θερμομόνωσης. Σήμερα, περίπου 3 εκατ. κατοικίες δεν έχουν καμία μόνωση, ενώ μόλις 86 χιλιάδες διαθέτουν ολοκληρωμένα συστήματα. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν προκαλεί έκπληξη ότι το 34% των νοικοκυριών δηλώνει πως δεν δροσίζεται επαρκώς το καλοκαίρι, ποσοστό που αγγίζει το 50% στα πιο ευάλωτα οικονομικά στρώματα.
Σε επίπεδο πολιτικών, η ΕΕ και η Ελλάδα έχουν θέσει φιλόδοξους στόχους μείωσης εκπομπών και κατανάλωσης ενέργειας. Ωστόσο, οι επιδοτήσεις κατευθύνονται κυρίως σε αντλίες θερμότητας και ηλεκτρικές συσκευές, με πολύ μικρότερο μερίδιο να αφορά αναβαθμίσεις του κτιριακού κελύφους, παρότι η ίδια η Μακροπρόθεσμη Στρατηγική του ΥΠΕΝ αναγνωρίζει ότι η αναβάθμιση του μπορεί να συμβάλει σε έως και 75% στη συνολική εξοικονόμηση ενέργειας. Το νέο Κοινωνικό και Κλιματικό Σχέδιο προβλέπει αναβαθμίσεις για 300.000 ευάλωτα νοικοκυριά, αλλά με προϋπολογισμό που αντιστοιχεί σε παρεμβάσεις μικρής κλίμακας, αφήνοντας εκτός τις ολοένα αυξανόμενες ανάγκες για ψύξη.
Τα προγράμματα “Εξοικονομώ”, παρότι βοήθησαν χιλιάδες νοικοκυριά, έχουν σημαντικούς περιορισμούς. Οι παρεμβάσεις είναι κυρίως μικρής κλίμακας, επικεντρωμένες σε κουφώματα και συστήματα θέρμανσης/ψύξης, ενώ απουσιάζει η διαφάνεια ως προς τον πραγματικό τους αντίκτυπο. Επιπλέον, αποκλείονται οι πολυκατοικίες ως ενιαία κτίρια και οι περισσότερες ενοικιαζόμενες κατοικίες, παρότι το κτιριακό απόθεμα που κατευθύνεται στη μακροχρόνια ενοικίαση φαίνεται να είναι ως επί το πλείστον σε κάκιστη κατάσταση.
Συνολικά, τα μέχρι τώρα ευρήματα φωτίζουν τόσο την τρωτότητα των ελληνικών κατοικιών όσο και το δυναμικό που υπάρχει όταν γίνονται ολοκληρωμένες αναβαθμίσεις. Η εικόνα αυτή δείχνει την ανάγκη για πολιτικές πιο φιλόδοξες, πιο δίκαιες και πιο ολοκληρωμένες, ώστε να βελτιωθούν ουσιαστικά οι συνθήκες διαβίωσης και να μειωθεί το ενεργειακό βάρος των νοικοκυριών.
Οι βασικές προτεραιότητες θα έπρεπε να είναι:
- Μαζικές ριζικές ανακαινίσεις, με προτεραιότητα στο κέλυφος.
- 100% επιδότηση σε ευάλωτα νοικοκυριά, συμπεριλαμβανόμενων των ενοικιαστών/στριών
- Ενσωμάτωση της ψύξης ως βασικό κριτήριο στις παρεμβάσεις
- Παρεμβάσεις σε επίπεδο πολυκατοικίας και όχι διαμερίσματος
- Κατάρτιση τεχνικών, κινητοποίηση ΟΤΑ, ενεργειακών κοινοτήτων και άλλων κοινωνικών εταίρων
Η ανάλυση αυτή έρχεται σε συνέχεια της πρώτης ανάλυσης που πραγματοποιήσαμε στην αρχή του καλοκαιριού,με την οποία χαρτογραφήσαμε τις συνθήκες διαβίωσης στα ελληνικά σπίτια με βάση παλαιότερες έρευνες, τα όρια θερμικής άνεσης και τις επιπτώσεις της υπερθέρμανσης, καθώς και προβλέψεις για τις ανάγκες σε ψύξη τις επόμενες δεκαετίες.
Τα τελικά αποτελέσματα της έρευνας, μαζί με πιο αναλυτικές προτάσεις πολιτικής, θα δημοσιευτούν στα τέλη του έτους.
Βρείτε ολόκληρη την ανάλυση εδώ.
Συγγραφή ανάλυσης: Άλκης Καφετζής, συντονιστής έργου για τη θερινή ενεργειακή φτώχεια
**Πρώτη δημοσίευση της ανάλυσης στην Καθημερινή