Η εβδομάδα που πέρασε έκρυβε μία ειρωνεία για το ενεργειακό μέλλον της Ευρώπης: την ώρα που οι Ευρωπαίοι υπουργοί ενέργειας συζητούσαν για την κλιματική και ενεργειακή πολιτική της Ευρώπης έως το 2030, οι δραματικές εξελίξεις στην Ουκρανία φανέρωναν τις πραγματικές πολιτικές επιπλοκές που έχει η υψηλή εξάρτηση της Ευρώπης από τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων.

Σήμερα, περίπου το 30% του φυσικού αερίου που εισάγει η Ευρώπη προέρχεται από την Ρωσία και περίπου τα 2/3 από αυτή την ποσότητα διέρχονται από την Ουκρανία. Σύμφωνα με την Gazprom, η Ευρώπη εισάγει το 30% του φυσικού αερίου από την ρωσική κρατική επιχείρηση.

Αντίστοιχη εικόνα παρουσιάζει και η χώρα μας, με την εξάρτησή μας από το ρωσικό αέριο να αγγίζει το 55% της κατανάλωσης φυσικού αερίου.

Μόνο από τις πρόσφατες εξελίξεις, η τιμή του φυσικού αερίου αυξήθηκε κατά 10%. Θα περίμενε κανείς μία τέτοια εξέλιξη να θορυβούσε τους Ευρωπαίους ηγέτες. Σύμφωνα όμως με τα στοιχεία της αγοράς που επικαλέστηκε και ο αρμόδιος Ευρωπαίος Επίτροπος για θέματα ενέργειας, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας αφού τα αποθέματα αερίου της Ευρώπης αρκούν για… 45 ημέρες.

Η αισιοδοξία αυτή δεν επιβεβαιώνεται βέβαια από την άλλη πλευρά, καθώς η Gazprom δηλώνει δημόσια ότι το ποσοστό εξάρτησης της Ευρώπης από αυτήν θα αυξηθεί στο μέλλον, αφού η Ευρώπη ‘πολύ απλά δεν πρόκειται να δει την άφιξη άλλου μεγάλου προμηθευτή’, όπως δήλωσε πρόσφατα ο Ρώσος Πρωθυπουργός Medvedev.

Πώς μπορούν επομένως να μειωθούν αυτές οι εισαγωγές;

Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση αξιολόγησης επιπτώσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το κλιματικό και ενεργειακό πακέτο έως το 2030, ο προτεινόμενος στόχος μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 40% έως το 2030 θα μειώσει τις εισαγωγές καυσίμων της Ευρώπης, αλλά αν συνδυαστεί με στόχο για την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και την εξοικονόμηση ενέργειας, θα μειώσει τις (καθαρές) εισαγωγές καυσίμων κατά 50% σε σύγκριση με το σενάριο αναφοράς.

Ειδικά για το φυσικό αέριο, μία ανάλυση της έκθεσης δείχνει ότι ο μεμονωμένος στόχος μείωσης των εκπομπών κατά 40% έως το 2030 θα μειώσει τις εισαγωγές αερίου κατά 13% έως το 2030 και κατά 37% έως το 2050. Ωστόσο, αν αυτός ο στόχος συνδυαστεί παράλληλα με στόχο για ανάπτυξη των ΑΠΕ και φιλόδοξες πολιτικές για την εξοικονόμηση ενέργειας, τότε η μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου είναι πολύ μεγαλύτερη: 27% έως το 2030 και 54% έως το 2050 σε σύγκριση με το σενάριο αναφοράς.

Τα παραπάνω στοιχεία μεταφράζονται και σε οικονομικά μεγέθη σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Εφόσον η Ευρώπη υποστηρίξει τη φιλόδοξη ανάπτυξη των ΑΠΕ και της εξοικονόμησης ενέργειας, τα οικονομικά οφέλη από τη μείωση εισαγωγών φυσικού αερίου μεταφράζονται σε 450 δις ευρώ έως το 2030 και 4,3 τρις ευρώ έως το 2050.

Η Ευρώπη αποφασίζει φέτος για το ενεργειακό της μέλλον.

Δυστυχώς μέχρι σήμερα, ελάχιστα κράτη υποστηρίζουν έναν πιο φιλόδοξο στόχο που θα μειώσει την εξάρτηση της Ευρώπης και θα εξασφαλίσει χαμηλότερο κόστος ενέργειας για τους πολίτες. Η ελληνική κυβέρνηση παρά την προσφιλή της ρητορική υπέρ της εξοικονόμησης ενέργειας, δεν αποτελεί  εξαίρεση. Από τη μία ο Υπουργός ΠΕΚΑ κ. Μανιάτης σε κάθε δημόσια ευκαιρία εξάρει τα οφέλη της εξοικονόμησης ενέργειας, από την άλλη στέλνει υπόμνημα στους Έλληνες Ευρωβουλευτές, με το οποίο τους καλεί να μην στηρίξουν στόχο για την προώθηση των ΑΠΕ και της εξοικονόμησης ενέργειας. Και αυτό είναι ένα μόνο παράδειγμα.

Η Ρωσία κοιτώντας το μέλλον σχεδιάζει να διασφαλίσει τα συμφέροντά της, μειώνοντας τη δική της εξάρτηση από τις ευρωπαϊκές αγορές και επενδύοντας σε νέες, εκτός Ευρώπης. Η Ευρώπη θα διασφαλίσει τα δικά της;

Δημήτρης Ιμπραήμ

Βιογραφικό

Δημήτρης Ιμπραήμ
Ο Δημήτρης Ιμπραήμ γεννήθηκε το 1979 στην Αθήνα. Σπούδασε Νομικά στο Τμήμα Νομικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης και ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στην περιβαλλοντική διακυβέρνηση στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Εργάζεται στο ελληνικό γραφείο της Greenpeace από το 1999, έχει διατελέσει υπεύθυνος της εκστρατείας της Greenpeace για τις κλιματικές αλλαγές και την ενέργεια και έχει αναλάβει το συντονισμό πανευρωπαϊκών projects για την ευρωπαϊκή κλιματική πολιτική. Σήμερα εργάζεται ως διευθυντής εκστρατειών στην Greenpeace.