Της Εύης Τριαντοπούλου
“Εγώ κουράστηκα να θρηνώ. Κουράστηκα να κλαίω για όσα γίνονται, και να ξεχνιούνται όλα, να είναι σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Αυτό είναι ψυχικό τραύμα”.
Αν κρατάω μια φράση από όσες ακούσαμε στην 5ημερη εθελοντική αποστολή μας στη Λάρισα, μια από τις πολλές που μας έφεραν δάκρυα στα μάτια, είναι αυτή. Ειπώθηκε από κάτοικο χωριού της περιοχής, η οποία έζησε από κοντά την καταστροφή του “Daniel” και όσα ακολούθησαν.
Όταν την άκουσα ένιωσα ρίγος, σταμάτησε λίγο ο χρόνος και μπροστά μου πέρασαν εικόνες: Μάτι, Μάνδρα, Εύβοια, Ρόδος, Έβρος, Θεσσαλία. Η μία καταστροφή μετά την άλλη, ένας ατελείωτος θρήνος, συνοδευόμενος από διαγγέλματα, δηλώσεις, ενίοτε μερικές παραιτήσεις. Και μετά τι;
Σήμερα, σχεδόν 15 μέρες μετά την τελευταία καταστροφή, οι άνθρωποι συνεχίζουν να παλεύουν μόνοι τους, βλέποντας τους εθελοντές σαν από μηχανής θεούς. Κλαίνε κουβαλώντας όλη τους της ζωή μέχρι τα σκουπίδια, μοιράζονται τον πόνο τους, και περιμένουν τον χειμώνα, φοβούμενοι για το τι θα ακολουθήσει.
Αυτό είναι το τραύμα για το οποίο μας μίλησε η γυναίκα, ζητώντας να παραμείνει ανώνυμη. Το τραύμα που οδηγεί σε ματαίωση και απελπισία, την αίσθηση ότι είσαι αβοήθητος. Και φυσικά δεν είναι η μόνη που νιώθει έτσι.
Την ίδια αίσθηση μας περιέγραψε κι άλλος ένας ντόπιος, πατέρας τεσσάρων παιδιών, με δάκρυα στα μάτια. “Νιώθω να γυρίζουμε πίσω, σε χρόνια που όλα τα ρίχναμε στον Θεό, νιώθοντας απροστάτευτοι και αβοήθητοι. Θα λέμε ότι είναι θέλημα Θεού, αφού κανείς τελικά δεν μπορεί να κάνει κάτι”, μας είπε την ώρα που παίρναμε μια ανάσα από το κουβάλημα.
Κι εδώ έρχεται το “παράπονο” που συζητήσαμε μεταξύ μας ξανά και ξανά κατά τη διάρκεια της αποστολής: γιατί να νιώθουμε ότι κανείς δεν μπορεί να κάνει κάτι;
Τελικά ποιος είναι εκεί για εμάς; Ποιος ενδιαφέρεται για το συλλογικό τραύμα που δημιουργείται;
Υπάρχει μέριμνα για να μην ξαναζήσουμε τίποτα παρόμοιο στο μέλλον;
Ποιος θα λάβει μέτρα για να αποφύγουμε την επόμενη φωτιά, πλημμύρα, το επόμενο “ακραίο καιρικό φαινόμενο”;
Πόσα χρήματα θα δοθούν σε κατάλληλα έργα και υποδομές που θα εξασφαλίσουν την προστασία μας;
Πόσο έτοιμοι θα είμαστε να ανταποκριθούμε στον επόμενο κίνδυνο που θα προκύψει;
Τους ανθρώπους που υποφέρουν τώρα, ποιος θα τους βοηθήσει, πέρα από τους εθελοντές;
Για όσα έγιναν (και όσα δεν έγιναν), θα αναλάβει κάποιος την ευθύνη;
Μέχρι τώρα όλες αυτές οι ερωτήσεις είναι αναπάντητες, κι ελπίζουμε από καρδιάς να μην παραμείνουν έτσι.