Τον τελευταίο χρόνο, πολλοί Ευρωπαίοι έκαναν αγώνα δρόμου προκειμένου να πληρώσουν τους λογαριασμούς ενέργειας και να διατηρήσουν τα σπίτια τους επαρκώς ζεστά. Το 2019 εκτιμάται ότι 50 εκατομμύρια νοικοκυριά στην Ευρωπαϊκή Ένωση ζούσαν σε συνθήκες ενεργειακής φτώχειας και αντιμετώπιζαν ανεπαρκή επίπεδα βασικών ενεργειακών υπηρεσιών. Μεταξύ του Δεκεμβρίου 2020 και του Δεκεμβρίου 2021, οι τιμές της ενέργειας για τους καταναλωτές στην ευρωζώνη για την ηλεκτρική ενέργεια, το αέριο και άλλα καύσιμα αυξήθηκαν κατά 25%. Από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, η ενεργειακή κρίση στην ΕΕ επιδεινώθηκε περαιτέρω, αποδεικνύοντας με τον πιο γλαφυρό τρόπο ότι εξάρτησή μας από τα ορυκτά καύσιμα και ειδικότερα το αέριο, εκτός από τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης που κάθε χρόνο πλήττουν πλέον και τη χώρα μας, οδηγεί με μαθηματικό τρόπο στην υπονόμευση της ευημερίας μας, των συνταγματικών μας ελευθεριών αλλά και της δυνατότητάς μας να ανταπεξέλθουμε οικονομικά στην κάλυψη βασικών αναγκών μας.

Σε αντιδιαστολή με την κλιματική επιστήμη και την παρούσα οικονομική, κοινωνική και πολιτική συγκυρία, η Ελλάδα φαίνεται να επιμένει πεισματικά σε επενδύσεις που θα κλειδώσουν την οικονομία της σε έναν φαύλο κύκλο αχρείαστων και ζημιογόνων υποδομών αερίου, το κόστος των οποίων είτε έμμεσα είτε άμεσα θα καλεστεί να πληρώσει ο Έλληνας φορολογούμενος αλλά και το φυσικό περιβάλλον της χώρας. 

Με πρόσχημα την επίτευξη της ενεργειακής επάρκειας και ασφάλειας της χώρας αλλά και της μετάβασής της σε μηδενικούς ρύπους το αργότερο μέχρι το 2050, επιδιώκεται μία σειρά επενδύσεων σε υποδομές ορυκτού αερίου ως “μεταβατικό καύσιμο” όταν:

  • Προς ώρας δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο/οδικός χάρτης απεξάρτησης από το ορυκτό αέριο όσο και από τα υπόλοιπα υγρά ορυκτά καύσιμα.
  • Δεν έχει υπάρξει καμία επίσημη μελέτη αξιολόγησης του κατά πόσο οι προτεινόμενες επενδύσεις σε υποδομές ορυκτού αερίου είναι συμβατές με τους εθνικούς στόχους απανθρακοποίησης της ελληνικής οικονομίας.
  • Οι προτεινόμενες επενδύσεις προηγούνται της σύνταξης του ανανεωμένου Σχεδίου για το Κλίμα & την Ενέργεια. Αυτό πολύ απλά σημαίνει ότι η φιλοδοξία των εθνικών μας στόχων δεν υπαγορεύει το είδος και το μέγεθος των επενδύσεων που θέλουμε, αλλά το ακριβώς αντίθετο. Οι επενδύσεις και τα επιχειρηματικά συμφέροντα υπαγορεύουν τους στόχους μας.
  • Η επέκταση υποδομών αερίου (και άρα επενδύσεων) είναι εν συγκρίσει πολύ μεγαλύτερη της αντίστοιχης επέκτασης ώριμων πλέον και φθηνότερων εναλλακτικών τεχνολογιών καθαρής ενέργειας.
  • Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) σε πρόσφατη έκθεσή του προειδοποιεί ότι προκειμένου να πιάσουμε τον στόχο διατήρησης αύξησης της μέσης πλανητικής θερμοκρασίας στον 1,5oC κανένα νέο έργο ορυκτών καυσίμων δεν πρέπει να προχωρήσει από το 2021 και έπειτα. 

Λαμβάνοντας όλα τα παραπάνω υπόψη μας, το ελληνικό γραφείο της Greenpeace προχώρησε στην εκπόνηση τριών επιστημονικών εκθέσεων με στόχο να αξιολογήσει: 

α. Τη συμβατότητα των προτεινόμενων επενδύσεων αερίου σε σχέση με τους στόχους απανθρακοποίησης της χώρας, 

β. Των ωφελειών που θα προέκυπταν αν οι έμμεσες και άμεσες επιδοτήσεις στο ορυκτό αέριο την τελευταία δεκαετία είχαν δοθεί σε δράσεις εξοικονόμησης και 

γ. Την αποδοτικότητα παρεμβάσεων προώθησης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) και της εξοικονόμησης ενέργειας σε αντιδιαστολή με τη μελλοντική χρήση ορυκτού αερίου στον οικιακό τομέα. 

Σε μία ιδιαίτερα κρίσιμη στιγμή για τους πολίτες της χώρας μας αλλά και της ελληνικής οικονομίας εν μέσω κλιματικής και ενεργειακής κρίσης και του πολέμου που μαίνεται στην Ουκρανία, είναι σημαντικό η ελληνική Πολιτεία να πάρει τις απαραίτητες αποφάσεις ώστε η ενεργειακή μετάβαση να προχωρήσει με γοργό ρυθμό και δίκαιο τρόπο. Για να το πράξει όμως, θα πρέπει να αλλάξει άρδην πολιτικές και μέτρα που μέχρι στιγμής δεν μας εξασφαλίζουν την πολυπόθητη ενεργειακή μας αυτονομία και ασφάλεια αλλά ούτε θα μας προστατέψουν από τις επερχόμενες δυσβάστακτες επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης. Παρακάτω θα βρεις τις τρεις επιστημονικές εκθέσεις που εκπόνησε και δημοσιεύει σήμερα το ελληνικό γραφείο της Greenpeace: