Oι αυτουργοί της κλιματικής κρίσης – οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων που ευθύνονται για το κλιματικό χάος λόγω των ρύπων που προκαλεί η δραστηριότητά τους – παραμένουν αλώβητοι. ΑMihai Militaru / Greenpeace
Τα ακραία καιρικά φαινόμενα δεν έχουν μόνο περιβαλλοντικό και κοινωνικό αντίκτυπο, αλλά και ένα βαρύ οικονομικό τίμημα. Το 2024 έχουν ήδη κοστίσει περισσότερα από 41 δισεκατομμύρια δολάρια σε ζημιές παγκοσμίως, σύμφωνα με έρευνες. Πέρσι, τα καιρικά και κλιματικά φαινόμενα κόστισαν 301 δισεκατομμύρια δολάρια! Ως το 2050, η κλιματική αλλαγή μπορεί να οδηγήσει σε επιπλέον 14,5 εκατομμύρια θανάτους και 12,5 τρισεκατομμύρια δολάρια σε ζημιές παγκοσμίως. Τα νούμερα είναι σοκαριστικά.
Μια βασική ερώτηση είναι ποιος πληρώνει για όλα αυτά; Σε κάποιες περιπτώσεις, οι κυβερνήσεις προσπαθούν να καλύψουν τη ζημιά, μια προσέγγιση που παρόλα αυτά οδηγεί σε έξτρα βάρος στα δημόσια ταμεία και τους φορολογούμενους. Ταυτόχρονα, οι αυτουργοί της κλιματικής κρίσης – οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων που ευθύνονται για το κλιματικό χάος λόγω των ρύπων που προκαλεί η δραστηριότητά τους – παραμένουν αλώβητοι. Αυτό δεν είναι ούτε βιώσιμο, ούτε δίκαιο.
Η κλιματική κρίση κάνει τις ασφάλειες μη βιώσιμες
Τα ακραία καιρικά φαινόμενα επηρεάζουν τις κοινωνίες εδώ και δεκάδες χρόνια. Η εφευρετικότητα και η τεχνολογία μας βοήθησαν να προσαρμοστούμε οικονομικά στις καταστροφές, μεταφέροντας ή διαμοιράζοντας τα ρίσκα. Τέτοιες αρχές ήδη εφαρμόζονταν από Κινέζους, Βαβυλώνιους και Αιγύπτιους εμπόρους, πολύ πριν εφαρμοστούν οι ασφαλιστικές καλύψεις στο Λονδίνο τον 17ο αιώνα, αλλά και από επενδυτές και εμπόρους που μπορούσαν να πληρώσουν χρήματα για το εμπόρευμα μόνο εφόσον τα πλοία τους δεν καταστρέφονταν από καταιγίδες.
Πλέον, με τα βίαια καιρικά φαινόμενα να αυξάνονται περισσότερο από κάθε άλλη εποχή στην ιστορία, οι ασφάλειες γίνονται μη βιώσιμες. Στη Γαλλία, οι ασφαλιστές αυξάνουν τα ασφάλιστρα σε δυσθεώρητα επίπεδα, και τελικά επεμβαίνει το κράτος και ζητείται από τους οδηγούς να παρκάρουν κάτω από στέγαστρα όταν ρίχνει χαλάζι. Στη Γερμανία, μόνο μία στις δύο κατοικίες είναι επαρκώς ασφαλισμένες. Σε περιοχές όπως η Βαυαρία, όπου η ασφαλιστική κάλυψη δεν είναι υποχρεωτική, το κενό είναι ακόμα πιο έντονο. Σε μέρη της Καλιφόρνια, της Φλόριντα και της Λουιζιάνα, οι κατοικίες θεωρούνται μη ασφαλίσιμες και αφήνονται στο έλεος των πυρκαγιών και των τυφώνων. Σε χώρες του Παγκόσμιου Νότου, που βάλλονται περισσότερο από την κλιματική κρίση, μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν έχει καθόλου πρόσβαση σε ασφάλιση.
Το κενό στις ασφαλίσεις είναι ένα κρίσιμο ζήτημα που οι νομοθέτες παγκοσμίως προσπαθούν να επιλύσουν. Όπως είπε ένας εκπρόσωπος της Zurich Re, μιας παγκόσμιας ασφαλιστικής εταιρείας, “Η κλιματική αλλαγή θέτει μια οικονομική απειλή η οποία αυξάνει την κοινωνική ανισότητα”. Το τωρινό μοντέλο της ασφαλιστικής κάλυψης παραπαίει σε έναν κόσμο που αλλάζει λόγω της κλιματικής αλλαγής. Οι νομοθέτες πρέπει να καταλήξουν σε εναλλακτικά μοντέλα, που θα έχουν προτεραιότητα την ανθεκτικότητα και την οικονομική ευχέρεια κι όχι τα κέρδη.
Η λύση βρίσκεται στη ρίζα του προβλήματος. Χωρίς την ανθρωπογενή κλιματική αλλαγή, τα ακραία καιρικά φαινόμενα θα ήταν λιγότερο συχνά και έντονα. Και χωρίς τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων, δεν θα υπήρχε κλιματική κρίση σε τόσο έντονη κλίμακα.
Οι μεγάλοι ρυπαντές πρέπει να πληρώσουν
Εταιρείες όπως η Chevron, η Exxon, η Shell, η Total, η Equinor και η Eni είναι μερικοί από τους μεγαλύτερους ρυπαντές παγκοσμίως, αλλά δεν είναι μόνο αυτό: γνωρίζουν για την κλιματική αλλαγή εδώ και πολλές δεκαετίες, αγνοούν την επιστήμη και συνεχίζουν να εξορύσσουν ορυκτά καύσιμα. Κάποιες από τις εταιρείες έχουν εμπλακεί στο να αρνηθούν την επιστήμη και να εμποδίσουν την κλιματική δράση, για να διαιωνίσουν την εξάρτησή μας από το πετρέλαιο και το αέριο. Ταυτόχρονα, βγάζουν τεράστια κέρδη στις πλάτες ανθρώπων που υποφέρουν από τα ακραία φαινόμενα. Όλες μαζί, αναφέρεται ότι κερδίζουν 2,8 δισεκατομμύρια δολάρια κάθε ημέρα τα τελευταία 50 χρόνια.
Φαίνεται ότι δεν μπορούμε να σπάσουμε τον φαύλο κύκλο: τα ασφάλιστρα όλο και αυξάνονται λόγω της κλιματικής αλλαγής, οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν χρήματα φορολογούμενων για να πληρώσουν τον λογαριασμό, αλλά οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων μαζεύουν δισεκατομμύρια σε κέρδη και αυξάνουν τα καταστροφικά έργα ορυκτών καυσίμων. Αυτό προκαλεί ακόμα πιο ακραία φαινόμενα, μεγαλύτερο κόστος σε ζημιές, κι άρα περαιτέρω αύξηση στα ασφάλιστρα.
Δεν χρειάζεται όμως να είναι έτσι. Για να λυθεί το ζήτημα των ακριβών ασφαλίστρων και της έλλειψης ασφάλισης, οι ασφαλιστές πρέπει να καταστήσουν τις εταιρείες ορυκτών καυσίμων υπεύθυνες για το κόστος, αντί να αυξάνουν τα ασφάλιστρα. Το ίδιο έκαναν και με την καπνοβιομηχανία, για παραπλανητικές εταιρικές πρακτικές.
Μια περαιτέρω κατεύθυνση είναι να αναλάβουν δράση οι κυβερνήσεις. Μία πρόσφατη έρευνα, που υποστηρίχθηκε από περισσότερες από 100 οργανώσεις παγκοσμίως, καθώς και τη διεθνή Greenpeace, δείχνει ότι η φορολόγηση των εταιρειών ορυκτών καυσίμων στις πλουσιότερες οικονομίες του κόσμου θα συγκέντρωνε 720 δισεκατομμύρια δολάρια ως το 2030.
Σε κάθε περίπτωση, αν οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων αναγκαστούν να πληρώσουν για τις απώλειες και τις ζημιές της κλιματικής αλλαγής, το ζήτημα της ασφαλιστικής κάλυψης θα λυνόταν με δίκαιο και πρακτικό τρόπο. Θα επέτρεπε στις κυβερνήσεις και τις ασφαλιστικές εταιρείες να διατηρήσουν αλλά και να επεκτείνουν την προσιτή ασφαλιστική κάλυψη για όλους, ενώ θα διασφάλιζε ότι αυτοί που ωφελούνται περισσότερο από τη ρύπανση πληρώνουν το κόστος των κλιματικών επιπτώσεων.
Το να πληρώσουν οι ρυπαντές για τη ζημιά που προκαλούν θα αναπληρώσει το κενό στο ασφαλιστικό σύστημα, που χάνει επαφή με τον αρχικό σκοπό του, αλλά και θα κάνει τη βιομηχανία κακή επιλογή για επενδύσεις. Η διαχειρίσιμη απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα δεν σημαίνει μόνο τη μείωση της προσφοράς και ζήτησης, αλλά και τη διασφάλιση ότι ο πλούτος που συγκεντρώνει η βιομηχανία θα ρέει προς όσους έχουν επηρεαστεί περισσότερο από την κλιματική κρίση. Και τα δύο αυτά αποτελέσματα, είναι μια νίκη για τους ανθρώπους και το περιβάλλον.
*Μια αρχική εκδοχή αυτού του κειμένου, από τον Ian Duff, δημοσιεύθηκε στο Context στις 27 Αυγούστου 2024. Ο Ian Duff είναι ο Project Lead της εκστρατείας της διεθνούς Greenpeace “Stop Drilling Start Paying”.