
Η Ευρωπαϊκή Ένωση εισάγει σχεδόν το 60% της ενέργειας που χρησιμοποιεί, με το συντριπτικό ποσοστό της να αποτελείται από ορυκτά καύσιμα. Συγκεκριμένα, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι εξαρτημένη από το ορυκτό αέριο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, τη θέρμανση κτιρίων και την παραγωγή χημικών προϊόντων. Οι εισαγωγές ορυκτού αερίου της ΕΕ επιταχύνουν την κλιματική κατάρρευση, χρηματοδοτούν πολέμους και αυταρχικά καθεστώτα, ενώ “φουσκώνουν” τους λογαριασμούς ενέργειας. Μετά την εισβολή στην Ουκρανία στις αρχές του 2022, έγινε πολιτική προτεραιότητα η παύση της εξάρτησης από τους ενεργειακούς πόρους –και ειδικά από το αέριο- της Ρωσίας. Δυστυχώς όμως, οι πολιτικοί εστίασαν περισσότερο στην εξεύρεση άλλων πηγών ρυπογόνας ενέργειας, παρά στη γενική στροφή της Ευρώπης μακριά από τα ορυκτά καύσιμα.
Η απεξάρτηση του ενεργειακού μας συστήματος από τον λιγνίτη, το πετρέλαιο και το ορυκτό αέριο, καθώς και η μετάβαση σε 100% ανανεώσιμη ενέργεια, θα μείωνε τους ενεργειακούς λογαριασμούς πολιτών και επιχειρήσεων στην Ευρώπη, θα δημιουργούσε περισσότερες υψηλά αμειβόμενες και βιώσιμες θέσεις εργασίας, θα έδινε ώθηση σε τοπικές λύσεις για την κάλυψη των αναγκών μας και θα προστάτευε τη φύση. Με τον κατάλληλο σχεδιασμό, η Ευρώπη θα μπορούσε να εξαλείψει εντελώς τη χρήση ορυκτού αερίου μέσα σε μία δεκαετία και να αντικαταστήσει αυτό το βρώμικο ενεργειακό σύστημα με ένα σύστημα δημοκρατικό, ανεξάρτητο και απολύτως βασισμένο σε ανανεώσιμες πηγές.
Παρακάτω παρουσιάζουμε πέντε σαφείς τρόπους με τους οποίους μπορεί να γίνει αυτό:
- Φορολόγηση εταιρειών πετρελαίου και αερίου για τη χρηματοδότηση μίας δίκαιης ενεργειακής μετάβασης
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει δηλώσει ότι για να επιτευχθεί ο στόχος της ΕΕ για 90% μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου ως το 2040, χρειάζονται συνολικές ετήσιες επενδύσεις ύψους €1,507 δις. Απαιτούνται λοιπόν τεράστιες επενδύσεις ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί, ειδικά για τη μείωση της ενεργειακής σπατάλης και την αύξηση του μεριδίου των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα. Αντ’ αυτών όμως, παρατηρείται αύξηση των επενδύσεων σε ορυκτά καύσιμα από $29 δισ. το 2019 σε $36 δισ. το 2024 εντός ΕΕ. Αυτή η τάση πρέπει να αντιστραφεί και τα χρήματα να κατευθυνθούν σε έργα ανανεώσιμης ενέργειας που μειώνουν την ενεργειακή σπατάλη και σε αναβαθμίσεις υποδομών όπως η βελτίωση και επέκταση του ευρωπαϊκού ηλεκτρικού δικτύου, ώστε να μπορεί να εξυπηρετήσει μεγαλύτερο μερίδιο ΑΠΕ.
Η ΕΕ πρέπει να αυξήσει τους πόρους στο ‘Κοινωνικό Ταμείο για το Κλίμα’ που κατευθύνονται σε νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ώστε να τους στηρίξει στη μετάβασή τους σε ένα καθαρό ενεργειακό σύστημα. Οι μεγάλοι ρυπαντές πρέπει να αναγκαστούν να πληρώσουν, αρχικά με έναν φόρο επί των κερδών των επιχειρήσεων ορυκτών καυσίμων (οι πεντε μεγαλύτερες εταιρείες πετρελαίου και αερίου έχουν σημειώσει κέρδη 281 εκατ. δολάρια από το 2021, ενώ η βιομηχανία συνεχίζει να λαμβάνει τεράστια ποσά δημόσιου χρήματος εντός ΕΕ – €123 δισ. το 2022).
Παράλληλα, η ΕΕ πρέπει να κάνει ορθή χρήση της ικανότητας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να διασφαλίζει χρηματοδοτήσεις για έργα ανανεώσιμης ενέργειας και υποδομών μεγάλης κλίμακας, όπως οι αναβαθμίσεις δικτύων για την ένταξη περισσότερων ΑΠΕ και για την ανθεκτικότητα των δικτύων. Οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών της ΕΕ πρέπει να χρησιμοποιήσουν σωστά τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ώστε να υποστηρίξουν έργα πράσινης μετάβασης, ειδικά αυτά που συμβάλλουν στη μείωση της εξάρτησης της Ευρώπης από τα ορυκτά καύσιμα και στη μείωση των λογαριασμών ρεύματος των πολιτών.

- Εξοικονόμηση ενέργειας μέσω ανακαινίσεων μεγάλης κλίμακας
Η μείωση της ενεργειακής σπατάλης είναι απαραίτητη για την ενεργειακή ασφάλεια. Περίπου το 50% όλης της ενέργειας που καταναλώνεται στην ΕΕ χρησιμοποιείται για θέρμανση και ψύξη. Με περισσότερο από το 70% της συνολικής ενέργειας να προέρχεται από ορυκτά καύσιμα, υπάρχει τεράστιο περιθώριο βελτίωσης.
Προκειμένου να πραγματοποιήσει τις δεσμεύσεις της στο πλαίσιο της Συνθήκης του Παρισιού για το κλίμα, η ΕΕ πρέπει να μειώσει τη ζήτηση ενέργειας κατά 20,7%, εξέλιξη η οποία θα μείωνε ραγδαία την ευρωπαϊκή εξάρτηση από τα εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα. Η ενίσχυση της μόνωσης, η αναβάθμιση των συστημάτων θέρμανσης-ψύξης των κτιρίων και η αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας των βιομηχανιών μπορούν να εξοικονομήσουν κάθε χρόνο ενέργεια που αντιστοιχεί στη συνολική ενεργειακή κατανάλωση της Δανίας. Για να πραγματοποιηθεί μία τέτοια εξοικονόμηση, η ΕΕ πρέπει να κάνει τις ανακαινίσεις πιο προσβάσιμες και οικονομικές μέσω μεγάλων προγραμμάτων μόνωσης κτιρίων, ξεκινώντας από τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος και άλλων ευάλωτων ομάδων. Έτσι όχι μόνο θα μειωθεί η ενεργειακή σπατάλη, αλλά θα καταπολεμηθεί και η ενεργειακή φτώχεια, εξασφαλίζοντας μια δίκαιη και συμπεριληπτική ενεργειακή μετάβαση.
- Διπλασιασμός της δυναμικότητας των ΑΠΕ ως το 2030
Η ενεργειακή ανεξαρτησία της ΕΕ προϋποθέτει τη σημαντική αύξηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ειδικά της αιολικής και της ηλιακής. Η ΕΕ πρέπει ως το 2030 να διπλασιάσει το ποσό της δυναμικότητάς της για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ (από 640 γιγαβάτ παρούσας ικανότητας σε 1.250 γιγαβάτ το 2030). Ο διπλασιασμός αυτός απαιτεί ετήσιες επενδύσεις €1,8 τρισ. ως το 2030 και €1,07 τρισ. κατά την επόμενη δεκαετία.
Για να πραγματοποιηθούν τέτοιες επενδύσεις, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να υποστηρίξει τους ενεργειακούς συνεταιρισμούς και άλλους τύπους κοινοτικών οργανισμών (όπως οι ενεργειακές κοινότητες), ώστε η παραγωγή ενέργειας να περάσει στα χέρια των πολιτών. Η παραγωγή ενέργειας από πολίτες και κοινότητες είναι ο τρόπος για πραγματική ενεργειακή ανεξαρτησία, επιτρέποντας στους πολίτες να χρηματοδοτήσουν και ταυτόχρονα να επωφεληθούν οι ίδιοι από έργα ανανεώσιμης ενέργειας, ενώ αυξάνουν την κοινωνική υποστήριξη για την ανανεώσιμη ενέργεια.
Για τη διαχείριση αυτής της πρόσθετης παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, το δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να αναβαθμιστεί σημαντικά. Απαιτείται επέκταση του δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας κατά 47% ως το 2030. Οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών της ΕΕ πρέπει να συνεργαστούν για την πραγματοποίηση επενδύσεων σε διασυνοριακά δίκτυα και κοινά έργα ανανεώσιμης ενέργειας. Σημαντικότατη είναι επίσης η αλλαγή συστημάτων θέρμανσης σε κτίρια κατοικιών και βιομηχανίες, ώστε να αντικαταστήσουν την καύση ορυκτών καυσίμων με αντλίες θερμότητας και άλλες επιλογές θέρμανσης με ηλεκτρισμό.

- Σχέδιο για εξάλειψη της χρήσης ορυκτού αερίου ως το 2035
Η προώθηση της ανάπτυξης της ανανεώσιμης ενέργειας και ο περιορισμός της ενεργειακής σπατάλης πρέπει να συνδυαστούν με έναν σαφή στόχο για την εξάλειψη των ορυκτών καυσίμων και τη διασφάλιση ενός βιώσιμου ενεργειακού μέλλοντος. Για την ομαλή πραγματοποίηση αυτού του στόχου η ΕΕ πρέπει να ξεκινήσει τη συνδυασμένη απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα, ειδικά για τη χρήση λιγνίτη ως το 2030 και αερίου ως το 2035 σε όλους τους τομείς. Για να γίνει αυτό με σαφή και ασφαλή τρόπο για τους πολίτες, τις εταιρείες και τους επενδυτές, πρέπει να θεσπιστούν δεσμευτικοί εθνικοί στόχοι για τη μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων ανά τομέα, ως τον απόλυτο μηδενισμό τους.
Οι βιομηχανίες οι οποίες σήμερα έχουν απόλυτη εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, ειδικά όσες χρειάζονται την παραγωγή υψηλών θερμικών φορτίων όπως η μεταλλουργία και η υαλουργία, χρειάζονται επενδύσεις σε καθαρές και κλιμακωτές επιλογές. Η ΕΕ πρέπει επίσης να δεσμευτεί ότι ο τομέας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας θα είναι απαλλαγμένος από τα ορυκτά καύσιμα και βασισμένος στην ανανεώσιμη ενέργεια ως το 2035 μέσω συγκεκριμένων σχεδίων της ίδιας άλλα και των κρατών-μελών της, τα οποία θα περιλαμβάνουν την εξάλειψη της χρήσης αερίου με ενδιάμεσους στόχους, καθώς και σημαντική μείωση της ρύπανσης από μεθάνιο, αφού αυτό το πολύ επιδραστικό για την ατμόσφαιρα αέριο επιδεινώνει ραγδαία την κλιματική κρίση.

- Απαγόρευση νέων έργων υποδομών ορυκτού αερίου
Αν δεν σταματήσουμε τη δημιουργία νέων εγκαταστάσεων ορυκτών καυσίμων, θα παγιδευθούμε ακόμα περισσότερο στην εξάρτηση από αυτά. Δεν χρειάζονται νέες μονάδες καύσης αερίου, τερματικοί σταθμοί υγροποιημένου αερίου (LNG), αγωγοί και εξορύξεις για να καλύψουμε τις παρούσες ενεργειακές ανάγκες, παρόλα αυτά όμως τέτοια έργα προωθούνται και χρηματοδοτούνται από την ΕΕ και κυβερνήσεις κρατών-μελών της. Η ΕΕ έχει τη δύναμη να απαγορεύσει όλα τα νέα έργα ορυκτών καυσίμων, κάτι που αποτελεί ένα κομβικό πρώτο βήμα για το μέλλον χωρίς ορυκτά καύσιμα που χρειαζόμαστε, και να σταματήσει να “βάζει λάδι στη φωτιά”.
Η απαγόρευση τέτοιων έργων θα καθιστούσε σαφή την πρόθεση της ΕΕ για μετάβαση από τη χρήση ορυκτών καυσίμων και θα αποτελούσε μία παγκόσμια πρωτοπορία. Βάζοντας φρένο στα έργα ορυκτών καυσίμων, η ΕΕ μπορεί να στρέψει την προσοχή στη χρηματοδοτική υποστήριξη που απαιτεί η ενεργειακή μετάβαση, διασφαλίζοντας ότι οι μελλοντικές επενδύσεις συμβάλλουν σε ένα ενεργειακό σύστημα βιώσιμο, ανεξάρτητο και βασισμένο στην ανανεώσιμη ενέργεια. Αυτός είναι ο δρόμος που εξασφαλίζει πραγματική ενεργειακή ασφάλεια.