Με συμμετοχή πολιτών και εκπροσώπηση φορέων πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση του ελληνικού γραφείου της Greenpeace σε συνεργασία με το γραφείο του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ στη Θεσσαλονίκη την Τετάρτη, 28 Μαΐου, με τίτλο “Κλιματική κρίση και ορυκτό αέριο vs επενδύσεις για ένα βιώσιμο μέλλον στη Θεσσαλονίκη”.

Συνεχίζοντας την εκστρατεία ενημέρωσης και συζήτησης με τις τοπικές κοινωνίες στις πόλεις που περιλαμβάνονται στα σχέδια νέων υποδομών ορυκτού αερίου, έγινε ένα σημαντικό βήμα για να καλυφθεί το κενό ενημέρωσης που υπάρχει στη Θεσσαλονίκη. Η ανάγκη για “ενημέρωση”, αλλά και η “ανησυχία”, ήταν οι λέξεις που χρησιμοποίησαν τα περισσότερα άτομα από το κοινό όταν τους ζητήθηκε να περιγράψουν με μία λέξη τι τους παρακίνησε να παρευρεθούν στην εκδήλωση, ενώ ζωηρό ενδιαφέρον εκδηλώθηκε από τους συμμετέχοντες στη συνέχεια με ερωτήσεις και τοποθετήσεις επί των θεμάτων που συζητήθηκαν.
Συντονίστρια του πάνελ ήταν η δημοσιογράφος Ευγενία Χατζηγεωργίου, η οποία έδωσε στην αρχή το περίγραμμα της εκδήλωσης, αναφερόμενη και στο ιστορικό της διαδικασίας αδειοδότησης της σχεδιαζόμενης για τη Θεσσαλονίκη μονάδας LNG. Ο Κώστας Καλούδης, υπεύθυνος της εκστρατείας για το κλίμα και την ενέργεια του ελληνικού γραφείου της Greenpeace, ανέφερε πως ο όρος «φυσικό αέριο» συσκοτίζει επίτηδες το γεγονός ότι πρόκειται για άλλο ένα ορυκτό καύσιμο. Το LNG είναι ορυκτό αέριο που έχει ψυχθεί στους ~-160°C ώστε να υγροποιηθεί και να γίνεται μεταφορά του μέσω πλοίων και έπειτα να επαναεριοποιηθεί. Αυτή η διαδικασία το καθιστά πιο ακριβό από το αέριο που μεταφέρεται μέσω αγωγών. Το άλλο κύριο μειονέκτημά του είναι ότι καθ’ όλη την εφοδιαστική του αλυσίδα εκπέμπει μεθάνιο. Έτσι, το LNG καταλήγει να είναι μέχρι και 33% πιο ρυπογόνο και καταστροφικό για το κλίμα από ό,τι ο άνθρακας.
Ο σχεδιασμός της ελληνικής κυβέρνησης είναι να λειτουργήσουν συνολικά τέσσερις νέες μονάδες μεταφόρτωσης και επαναεριοποίησης LNG στην Κόρινθο, στον Βόλο, στην Αλεξανδρούπολη και στη Θεσσαλονίκη, παρ’ ότι αυτές δεν χρησιμεύουν για εγχώρια χρήση του καυσίμου. Καθώς η ζήτηση αερίου γενικώς έχει σημειώσει μειωτική τάση και προβλέπεται μεγάλη μείωση στη ζήτησή του για ηλεκτροπαραγωγή σύμφωνα με το πρόσφατο ΕΣΕΚ[1], είναι ξεκάθαρο ότι αυτά τα έργα δεν πρόκειται να έχουν κανέναν θετικό αντίκτυπο για τους πολίτες. Είναι ξεκάθαρο ότι η αναπόφευκτη αύξηση της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης πόλεων όπως η Θεσσαλονίκη επιλέγεται ως θυσία για να εξυπηρετηθεί ο εμπορικός σκοπός των μονάδων LNG (όπως φαίνεται και από τη μελέτη του ελληνικού γραφείου της Greenpeace για τις σχεδιαζόμενες υποδομές ορυκτού αερίου), δηλαδή η εξαγωγή αερίου προς χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Τα δεδομένα αυτά καθιστούν απαράδεκτες και τις προθέσεις να παρασχεθούν κρατικές ενισχύσεις (δηλαδή χρήματα των φορολογουμένων) για τις ιδιωτικές επενδύσεις που θα γίνουν με κριτήριο το επιχειρηματικό όφελος κάποιων ενεργειακών ομίλων.
Ο Κώστας Νικολάου, δρ. περιβαλλοντολόγος και τ. επισκέπτης καθηγητής ΑΠΘ, περιέγραψε τη συγκεκριμένη εγκατάσταση LNG. Θα αποτελείται από δύο πλοία, τα οποία θα καταλαμβάνουν μια έκταση 80 στρεμμάτων στον Θερμαϊκό, και μάλιστα σε μικρή απόσταση από την παραλία της Θεσσαλονίκης και την προστατευόμενη περιοχή του δέλτα των ποταμών Γαλλικού, Αξιού, Λουδία και Αλιάκμονα. Τόνισε ότι οι διαρροές μεθανίου δεν είναι τεχνολογικά αντιμετωπίσιμες, ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο δεν υπάρχουν θεσμοθετημένα όρια για τον συγκεκριμένο ρύπο κι έτσι δεν υπόκεινται σε κανέναν απολύτως έλεγχο. Αν δημιουργηθεί η εν λόγω μονάδα στον Θερμαϊκό Κόλπο, το μεθάνιο θα μεταφέρεται στη Θεσσαλονίκη με τη θαλάσσια αύρα και θα προστεθεί σε όλους τους άλλους ρύπους και τα μικροσωματίδια, τα οποία ήδη ξεπερνούν κατά πολύ τα επιτρεπτά όρια.

Επίσης, επειδή για την επαναεριοποίηση του LNG σε αέριο χρησιμοποιούνται τεράστιες ποσότητες θαλασσινού νερού που έχει χλωριωθεί, το οποίο αφού χρησιμοποιηθεί πέφτει πάλι στη θάλασσα, ρυπαίνοντας και ψύχοντάς την, οι επιπτώσεις στο θαλάσσιο οικοσύστημα, αλλά και στις θαλάσσιες εκμεταλλεύσεις (αλιεία, μυδοκαλλιέργειες) θα είναι εξαιρετικά σημαντικές. Επιπλέον, η δημιουργία της εγκατάστασης αυτής θα προκαλέσει αναταραχή του βυθού και της λυματολάσπης που υπάρχει, για την οποία οι επιστήμονες έχουν πει ότι για πολλά χρόνια δεν πρέπει να πειραχτεί, ωσότου εκλείψει από μόνος του ο κίνδυνος ρύπανσης του κόλπου. Όπως τονίστηκε, ιδιαίτερο κίνδυνο διατρέχουν οι επαγγελματίες της θάλασσας, όσοι ζουν πιο κοντά στην παραλία ή την ακτή, αλλά και τα εκατοντάδες παιδιά των ιστιοπλοϊκών ομίλων που προπονούνται καθημερινά στον Θερμαϊκό κόλπο. Σε όλα αυτά θα πρέπει να προστεθεί και η καθόλου αμελητέα περίπτωση ατυχήματος, κάτι που ενέχει τρομακτικούς κινδύνους, καθώς θα σχηματιστεί είτε μια φλεγόμενη λίμνη στο νερό, για την οποία δεν είναι γνωστός κανένας τρόπος κατάσβεσης, είτε ένα φλεγόμενο νέφος στον αέρα, που μπορεί να φτάσει σε ακτίνα τουλάχιστον πέντε χιλιομέτρων και να καλύψει επομένως την κατοικημένη περιοχή. Τέλος, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ανέφερε ότι προ ετών είχε λάβει χώρα από ομάδες της κοινωνίας των πολιτών ένας πρώτος γύρος ενημέρωσης σχετικά με αυτό το θέμα για το κοινό της πόλης.
Για την κατάσταση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στη Θεσσαλονίκη και για τις επιπτώσεις στην υγεία των κατοίκων της μίλησε η Χριστίνα Κυδώνα, ιατρός ΕΣΥ, παθολόγος – εντατικολόγος. Όπως είπε, η Θεσσαλονίκη αυτή τη στιγμή σύμφωνα με παγκόσμια έρευνα είναι 64η σε σύνολο 866 πόλεων ως προς τα επίπεδα ρύπανσης και 24η σε έλλειψη χώρων πρασίνου, ενώ είναι μία από τις επτά πιο επιβαρυμένες ατμοσφαιρικά περιοχές της Ελλάδας. Οι ρύποι και τα μικροσωματίδια είναι τέσσερις φορές περισσότερα από το ανώτατο επιτρεπτό όριο και ευθύνονται για εκατοντάδες θανάτους κάθε χρόνο, καθώς ιατρικές μελέτες εδώ και χρόνια έχουν αποδείξει τη σύνδεση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης με την αύξηση της θνησιμότητας. “Το να ζεις σε μια τέτοια πόλη είναι σαν να καπνίζεις”, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.“Έχουν επιβληθεί αρκετά πρόστιμα από την ΕΕ για τα PM2,5, αλλά δεν έχουμε κάνει τίποτα ως χώρα για να αλλάξουμε την κατάσταση”, κατέληξε η κ. Κυδώνα.
Στο κομμάτι των λύσεων αναφέρθηκε η Ναταλία Μποέμη, εμπειρογνώμων σε θέματα ενέργειας και ενεργειακής φτώχειας του Ινστιτούτου για την Ευρωπαϊκή Ενεργειακή και Κλιματική Πολιτική (IEECP), η οποία ανέφερε καταρχήν πως ένα 8% των κτιρίων δεν διαθέτει καμία θερμομόνωση, ενώ ένα άλλο 8% δεν θερμαίνεται καθόλου. Χαρακτήρισε παράδοξη και ακατανόητη την επένδυση στο LNG όταν στόχος είναι η απανθρακοποίηση της χώρας και όταν για την αντιμετώπιση των εκπομπών άνθρακα πρόκειται να διατεθούν 65 δισ. ευρώ από κοινοτικούς πόρους. Όπως είπε, η καύση αερίου, άρα και του LNG, θα γίνει μακροπρόθεσμα πολύ ακριβή και οι χρήστες αερίου θα φορολογούνται σκληρά, οπότε είναι προδιαγεγραμμένη η μείωση της χρήσης του. Η ίδια τόνισε ότι πρέπει να επενδύσουμε όχι στο ορυκτό αέριο αλλά στα κτίρια, αναβαθμίζοντας την ενεργειακή απόδοσή τους, υπογράμμισε την αξία των αντλιών θερμότητας, ενώ αναφέρθηκε και στη νεοσύστατη υπηρεσία του one-stop-shop, που δεν είναι άλλο από εξειδικευμένα γραφεία όπου οι πολίτες μπορούν να λάβουν δωρεάν ενημέρωση, συμβουλές και πρακτική βοήθεια για θέματα που έχουν σχέση με την ενέργεια – ωστόσο η πλήρης λειτουργία των γραφείων αυτών δεν έχει επιτευχθεί ακόμα.
Τέλος, η Κυριακή Μεταξά, υπεύθυνη προγράμματος Οικολογίας στο Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ, Γραφείο Θεσσαλονίκης, μίλησε για τις ενεργειακές κοινότητες ως δοκιμασμένη εναλλακτική λύση στο πρόβλημα της ενέργειας. Οι ενεργειακές κοινότητες είναι συνεταιρισμοί πολιτών που παράγουν οι ίδιοι την ενέργεια που καταναλώνουν. Σε όλο τον κόσμο και κυρίως στην Ευρώπη το σχετικό κίνημα είναι αρκετά μεγάλο, ενώ στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή υπάρχουν περίπου 20-30 αυθεντικές ενεργειακές κοινότητες, που κάνουν δηλαδή αυτοπαραγωγή και διέπονται από τις συνεταιριστικές αρχές. Όπως είπε, οι ενεργειακές κοινότητες διασφαλίζουν ότι η μετάβαση στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας θα είναι κοινωνικά δίκαιη και σηματοδοτούν τη μετατόπιση δύναμης από τους λίγους στους πολλούς. Τα οφέλη είναι καταρχήν οικονομικά, καθώς οι λογαριασμοί μπορούν να μειωθούν ή και να μηδενιστούν, ενώ η παραγόμενη ενέργεια δεν αποτελεί εμπορικό προϊόν και επομένως δεν μπαίνει στο χρηματιστήριο της ενέργειας. Ωστόσο δεν είναι μόνο οικονομικά. Μέσω των ενεργειακών κοινοτήτων επιτυγχάνεται εκτός των άλλων τοπική ανάπτυξη, καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας αλλά και ενίσχυση της δημοκρατίας και της συλλογικότητας.

Κατά τη διάρκεια των τοποθετήσεων και της συζήτησης το ενδιαφέρον του κοινού εστιάστηκε στην έλλειψη ενημέρωσης τόσο των φορέων τοπικής αυτοδιοίκησης για την εξέλιξη του έργου, όσο και του ευρέος κοινού. Συζητήθηκε το γεγονός ότι η έρευνα που έγινε για λογαριασμό του ελληνικού γραφείου της Greenpeace δείχνει πως υπάρχει περιορισμένη ενημέρωση των πολιτών για το έργο της μονάδας LNG στη Θεσσαλονίκη (μόλις 19%), αλλά και πως όσο περισσότερη γνώση υπάρχει (σε όλες τις πόλεις που ερευνήθηκαν), τόσο περισσότερες είναι και οι αρνητικές γνώμες. Διαφάνηκε η βούληση να διαδοθούν τα θέματα που συζητήθηκαν στην εκδήλωση, ώστε περισσότερος κόσμος να μάθει για αυτά και να διεκδικήσει ένα υγιές και βιώσιμο μέλλον για τη Θεσσαλονίκη.
Σημειώσεις για συντάκτες:
[1] ΕΣΕΚ: Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα. Διαβάστε τα κοινά σχόλια WWF Ελλάς & Greenpeace για το τελικό Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) εδώ