Πριν από λίγες ημέρες σε συνέδριο του Economist, ο Πρόεδρος της ΔΕΗ, κ. Παναγιωτάκης, παραδέχτηκε δημόσια ότι “με επιχειρηματικούς όρους, η κατασκευή νέων λιγνιτικών μονάδων για τη ΔΕΗ δεν είναι καθόλου κερδοφόρα”, αναγνωρίζοντας επιτέλους αυτό που όλες οι σύγχρονες επιχειρήσεις ηλεκτροπαραγωγής γνωρίζουν: η εποχή του άνθρακα έχει τελειώσει οριστικά.

Η ΔΕΗ φυσικά αυτό το γνωρίζει εδώ και χρόνια. Σύμφωνα με τη δική της έρευνα, το πλήρες κόστος παραγωγής λιγνίτη στην Ελλάδα είναι σχεδόν διπλάσιο από το αντίστοιχο κόστος στη Βουλγαρία και περίπου 50% υψηλότερο από τη Σερβία.

chart_1

Σχήμα 1: Πλήρες κόστος λιγνιτικής παραγωγής ανά λιγνιτοπαραγωγό χώρα (πηγή: ΔΕΗ)

Αυτή η τεράστια διαφορά οφείλεται κυρίως στην εξαιρετικά χαμηλή ποιότητα των ελληνικών κοιτασμάτων που κατέχουν τη θλιβερή πρωτιά του πιο βρώμικου λιγνίτη στην Ευρώπη. Όταν παγκοσμίως κάθε λιγνιτική κιλοβατώρα που παράγεται εκπέμπει περίπου 1.000g CO2, στην Ελλάδα η ΔΕΗ εκπέμπει σχεδόν 1.500g CO2 (2015).

Δεν είναι τυχαίο επομένως ότι η συμμετοχή του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή της χώρας έχει περιοριστεί σε επίπεδα κάτω από το 30%, όταν το 2009 ξεπερνούσε το 50%. Όπως είπε και ο Πρόεδρος της ΔΕΗ, ο λιγνίτης δεν συμφέρει.

Γίνεται όμως μία επιχείρηση να εμμένει στην κατασκευή δύο νέων λιγνιτικών μονάδων όταν τα οικονομοτεχνικά στοιχεία που διαθέτει αποδεικνύουν ότι κάτι τέτοιο θα ήταν αυτοκτονία; Γίνεται, όταν ο δημόσιος ή ιδιωτικός χαρακτήρας σου ως επιχείρηση ανακύπτει κατά το δοκούν και τα κέρδη διανέμονται στους μετόχους, ενώ οι ζημιές στους πολίτες. Η (πιθανή) κατασκευή της Πτολεμαΐδας 5 ή αργότερα της Μελίτης 2, δεν θα είναι εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα.

Στην προσπάθεια να γίνουν όλα αυτά, η ΔΕΗ έχει ήδη υπονομεύσει την ευρωπαϊκή νομοθεσία για την καταπολέμηση της αέριας ρύπανσης από τις λιγνιτικές μονάδες. Ακόμα και σήμερα η ελληνική κυβέρνηση διεκδικεί για λογαριασμό της ΔΕΗ εξαιρέσεις από την εφαρμογή αυτής της νομοθεσίας. Η πλήρης εφαρμογή της θα έσωζε πολλές εκατοντάδες ζωές, θα σήμαινε όμως περισσότερες αντιρρυπαντικές επενδύσεις που αυξάνουν το κόστος για τη ΔΕΗ.

Δυστυχώς όμως αυτή δεν είναι η μόνη εξαίρεση που εποφθαλμιά η ΔΕΗ. Στις 8 Δεκεμβρίου, η Επιτροπή Περιβάλλοντος του Ευρωκοινοβουλίου θα αποφασίσει σε ψηφοφορία για αίτημα εξαίρεσης της Ελλάδας, με το οποίο θα αποζημιώνεται η ΔΕΗ με δεκάδες εκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο για την κατασκευή νέων λιγνιτικών μονάδων. Τα χρήματα αυτά κατά πάσα πιθανότητα θα αφαιρεθούν από την τσέπη των καταναλωτών, μέσα από αυξήσεις στους λογαριασμούς της ΔΕΗ στο μέλλον.

Χρειάζεται μία κρίση για να προωθήσεις μία ατζέντα που σε κανονικές συνθήκες δεν θα είχε επιβιώσει ποτέ από τον δημοκρατικό έλεγχο, λέει το ‘Δόγμα του Σοκ’ της Naomi Klein, και αυτό η ΔΕΗ φαίνεται ότι το γνωρίζει πολύ καλά. Είναι πολύ δύσκολο για τους Έλληνες και Ελληνίδες πολίτες να επιδείξουν αντανακλαστικά σε θέματα όπως το σύστημα εμπορίας ρύπων, οι βέλτιστες διαθέσιμες τεχνολογίες και η νομοθεσία για την αέρια ρύπανση, όταν δεν ξέρουν αν μπορούν να μεγαλώσουν το παιδί τους όπως ονειρεύονται.

Η ανεύθυνη και ασύδοτη στάση της ΔΕΗ όμως απειλεί αυτό ακριβώς: την υγεία και την οικονομική και κοινωνική ασφάλεια των παιδιών μας. Όχι σε τριάντα χρόνια από τώρα. Από τώρα και για τα επόμενα τριάντα χρόνια.

Δημήτρης Ιμπραήμ

Βιογραφικό

Δημήτρης Ιμπραήμ
Ο Δημήτρης Ιμπραήμ γεννήθηκε το 1979 στην Αθήνα. Σπούδασε Νομικά στο Τμήμα Νομικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης και ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στην περιβαλλοντική διακυβέρνηση στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Εργάζεται στο ελληνικό γραφείο της Greenpeace από το 1999, έχει διατελέσει υπεύθυνος της εκστρατείας της Greenpeace για τις κλιματικές αλλαγές και την ενέργεια και έχει αναλάβει το συντονισμό πανευρωπαϊκών projects για την ευρωπαϊκή κλιματική πολιτική. Σήμερα εργάζεται ως διευθυντής εκστρατειών στην Greenpeace.