“Η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή και ο πόλεμος στην Ουκρανία έχουν τις ίδιες ρίζες: τα ορυκτά καύσιμα και την εξάρτησή μας από αυτά”, είπε η Ουκρανή κλιματική επιστήμονας Svitlana Krakovska, καθώς η Ρωσία, μία από τις μεγαλύτερες χώρες-παραγωγούς πετρελαίου και αερίου παγκοσμίως, εισέβαλε στη χώρα της.  

Τότε απευθυνόταν στη Διακυβερνητική Επιτροπή του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή από το σπίτι της στο Κίεβο, και αναγκάστηκε να αποσυρθεί από τη Συνέλευση έγκρισης της τελευταίας έκθεσης καθώς βόμβες έπλητταν την πόλη της

Έναν μήνα μετά, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει γίνει μία ανθρωπιστική κρίση: πάνω από 3,7 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν φύγει από τη χώρα, και υπολογίζεται ότι περίπου 13 εκατομμύρια άνθρωποι που δεν μπορούν να αποχωρήσουν έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε φαγητό, νερό και ιατρική περίθαλψη. 

Peaceful Action Confronting Russian Oil Transportation in Denmark. © Kristian Buus / Greenpeace
© Kristian Buus / Greenpeace

Τα ορυκτά καύσιμα πυροδοτούν τον πόλεμο στην Ουκρανία

Υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ των ορυκτών καυσίμων και της ρωσικής πολεμικής μηχανής. Η Rosneft, μία από τις κυριότερες πετρελαϊκές εταιρείες της Ρωσίας, αναφέρεται πως είναι ένας από τους κύριους προμηθευτές καυσίμων του ρωσικού στρατού. Η Rosneft επίσης προμηθεύει πετρέλαιο σε εταιρείες όπως η BP. Έτσι, κάθε φορά που ρωσικό πετρέλαιο ή αέριο αγοράζεται, όχι μόνο δίνονται κεφάλαια στον πόλεμο, αλλά αυτά τα ορυκτά καύσιμα διατηρούν ζωντανή τη λειτουργία των πολεμικών μηχανών. Σύμφωνα με αναφορές, η Rosneft και η θυγατρική της Rosneft-Aero και Transneft παρέδωσαν καύσιμα στον ρωσικό στρατό πριν, αλλά και κατά τη διάρκεια της εισβολής. [1] 

Για να σταματήσουμε αυτόν τον πόλεμο χρειαζόμαστε παγκόσμια αποεπένδυση και εμπάργκο στα ρωσικά ορυκτά καύσιμα όσο το δυνατόν γρηγορότερα, καθώς και επείγουσα ανθρωπιστική βοήθεια σε όσους τη χρειάζονται. 

Τα ορυκτά καύσιμα έχουν παρελθόν στους πολέμους

O αγώνας για τους ενεργειακούς πόρους έχει υπάρξει εμφανής παράγοντας σε πολλές πρόσφατες διαμάχες, όπως στον πόλεμο Ιράν-Ιράκ (1980-1988), στον πόλεμο του Κόλπου (1990-1991), και του εμφυλίου στο Σουδάν (1983-2005). Η Greenpeace έχει πάρει θέση εναντίον αυτών των συρράξεων, ιδιαίτερα στον τελευταίο πόλεμο του Ιράκ. 

Ο πόλεμος του Κόλπου το 1990 ήταν σε μεγάλο βαθμό μία διαμάχη για το πετρέλαιο. Τα θέματα που χρησιμοποίησε το Ιράκ ως πρόφαση για την εισβολή στο Κουβέιτ ήταν οι πολιτικές τιμολόγησης του πετρελαίου και τα έσοδα από αυτό. Παρόλο που το πετρέλαιο δεν ήταν ο μοναδικός λόγος για τις πράξεις του Ιράκ, ήταν ένα ισχυρό κίνητρο για ανάληψη δράσης από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους, που κινήθηκαν γρήγορα για να προστατέψουν την πρόσβαση, τόσο τη δική τους όσο και των χωρών-μελών του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (OECD), σε σημαντικά αποθέματα πετρελαίου. Επίσης, η μεγάλης κλίμακας εκμετάλλευση πετρελαίου από διεθνείς εταιρείες στο νότιο Σουδάν έχει αυξήσει τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκεί και έχει δυσχεράνει την πολυετή διαμάχη στο Σουδάν, με αποτέλεσμα τον θάνατο 2 εκατομμυρίων ανθρώπων και τον εκτοπισμό 4 ακόμα εκατομμυρίων πολιτών από το 1983, καθώς επίσης και επαναλαμβανόμενους λιμούς και επιδημίες.

Σύμφωνα με έρευνα του 2021 από τα γραφεία της Greenpeace σε Ιταλία, Ισπανία και Γερμανία, περίπου τα ⅔ όλων των στρατιωτικών αποστολών της ΕΕ παρακολουθούν και διασφαλίζουν την παραγωγή και τη μεταφορά πετρελαίου και αερίου στην Ευρώπη. Από το 2018, οι κυβερνήσεις Ιταλίας, Ισπανίας και Γερμανίας έχουν επενδύσει πάνω από €4 δις για να προστατέψουν τα ορυκτά καύσιμα που καταστρέφουν το κλίμα.

„Peace – Not Oil“ Protest in the Baltic Sea. © Axel Heimken / Greenpeace
© Axel Heimken / Greenpeace

Δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε τις εταιρείες ορυκτών καυσίμων 

Από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, πετρελαϊκές άδραξαν την ευκαιρία να επεκτείνουν τις επιχειρήσεις τους, χρησιμοποιώντας τη διαφαινόμενη ενεργειακή κρίση ως λόγο να κινήσουν τις ρυπογόνες επιχειρήσεις τους. Η Shell έφτασε μέχρι και να αγοράσει πετρέλαιο από τη Ρωσία μετά την εισβολή, και τελικά απολογήθηκε και δεσμεύτηκε να κόψει τους δεσμούς της με τη Ρωσία μόνο μετά από την τεράστια αντίδραση της κοινής γνώμης, που ίσως επηρέαζε τα κέρδη της. Τώρα, άλλες πετρελαϊκές όπως η BP και η Total Energies υπόσχονται ότι θα απεμπλακούν από τη Ρωσία, αφού όμως συνδέθηκαν ευθέως με τον πόλεμο στη Ουκρανία.  

Όπως και οι μεγάλες καπνοβιομηχανίες, αυτές οι εταιρείες εκμεταλλεύονται κάθε ευκαιρία για να συνεχίσουν να πουλάνε τα βρώμικα προϊόντα τους. Αν δεν συνεχίσουμε να εκθέτουμε το βρώμικο επιχειρηματικό τους μοντέλο, θα συνεχίζουν να κερδοσκοπούν σε βάρος των πολέμων και της κλιματικής κρίσης. 

Το εμπόριο ορυκτών καυσίμων στηρίζει ένα άδικο σύστημα 

Για να εξασφαλίσουμε την ειρήνη και να σταματήσουμε την κλιματική κρίση, οι κυβερνήσεις πρέπει να περικόψουν την εξάρτησή τους από τα ορυκτά καύσιμα και να σταματήσουν τη χρήση τους άμεσα. Σήμερα, η παγκόσμια οικονομία ακόμα βασίζεται στα ορυκτά καύσιμα, που συνεχίζουν να αποτελούν πάνω από το 80% της παγκόσμιας ενέργειας

Αυτή η εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα βάζει την ενεργειακή ασφάλεια και την κλιματική δράση στο έλεος της γεωπολιτικής. Οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να ισχυρίζονται ότι τάσσονται υπέρ της ειρήνης όταν συνεχίζουν να χρηματοδοτούν τον πόλεμο. Και η ανταλλαγή του ρωσικού πετρελαίου και αερίου με εκείνα από άλλες χώρες που έχουν αμφισβητούμενο ιστορικό ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως η Βενεζουέλα ή η Σαουδική Αραβία, απλά θα στρέψει τη γεωπολιτική δύναμη από τον ένα “δεσπότη” στον άλλον. 

Αυτές οι ανισορροπίες στην εξουσία μπορούν να οδηγήσουν τις χώρες στο να δρουν με ατιμωρησία. Στην πρόσφατη Διάσκεψη για το κλίμα COP26, πρωτοπόροι παραγωγοί πετρελαίου και λιγνίτη όπως η Σαουδική Αραβία και η Αυστραλία εμπόδισαν προσπάθειες να συμπεριληφθεί η απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα στο οριστικό κείμενο αποφάσεων, και χώρες όπως η Ρωσία και οι ΗΠΑ δεν είναι μέλη του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, που διώκει εγκλήματα πολέμου. 

Climate Strike for Climate Protection and Peace in Hamburg. © Maria Feck / Greenpeace
© Maria Feck / Greenpeace

Η ανανεώσιμη ενέργεια είναι ο δρόμος προς την ειρήνη 

Για να πετύχουμε έναν κόσμο πιο ειρηνικό και δίκαιο, χρειαζόμαστε οι χώρες να απεξαρτηθούν από τα ορυκτά καύσιμα. Για μία γρήγορη μετάβαση, οι πλούσιες χώρες πρέπει πρώτες να μειώσουν τις ενεργειακές τους ανάγκες και να βελτιστοποιήσουν την ενεργειακή τους απόδοση, και έπειτα να καλύψουν τις υπολειπόμενες ανάγκες σε ενέργεια με ανανεώσιμη ενέργεια. 

Αντίθετα με τα ορυκτά καύσιμα, η ανανεώσιμη ενέργεια είναι λιγότερο πιθανό να πυροδοτήσει γεωπολιτικές αναταραχές ή ανισότητα, καθώς οι υποδομές της έχουν τη δυνατότητα να είναι κυρίως τοπικές. Αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει στη μείωση των εμπορικών συναλλαγών με χώρες που έχουν αμφισβητούμενο ιστορικό ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η τοπική ανανεώσιμη ενέργεια μπορεί επίσης να βοηθήσει στην προστασία των καταναλωτών από κρίσεις τιμών, όπως την παγκόσμια ενεργειακή κρίση που αντιμετωπίζουμε σήμερα. 

Προστατεύοντας την ενεργειακή ασφάλεια και το κλίμα 

Ο συνδυασμός της ανανεώσιμης ενέργειας και της εξοικονόμησης ενέργειας είναι η καλύτερη επιλογή για την ενεργειακή ασφάλεια. Αν οι δυνατότητες αυτών των δύο συνδυαστούν, η συνολική ενεργειακή ζήτηση μπορεί να μειωθεί έως και 1/4 μέχρι το 2030. Τα μέτρα για την εξοικονόμηση ενέργειας και την ενεργειακή απόδοση θα αντιστοιχούσαν στο μισό ως τα ¾ της συνολικής εξοικονόμησης ενέργειας, με την ανανεώσιμη ενέργεια να καλύπτει το υπόλοιπο. Αυτό θα μπορούσε να έχει τεράστιες επιπτώσεις στην προστασία του κλίματος, μιας και τα ορυκτά καύσιμα είναι ο νούμερο ένα παράγοντας της υπερθέρμανσης του πλανήτη.

Μία γρήγορη και δίκαιη μετάβαση στην ανανεώσιμη ενέργεια είναι δυνατή. Η εγκατάσταση ανανεώσιμου δυναμικού είναι πιο γρήγορη από την κατασκευή νέων υποδομών για ορυκτά καύσιμα. Στο Ηνωμένο Βασίλειο χρειάζεται κατα μέσο όρο 28 χρόνια για να αναπτυχθεί μία νέα πετρελαιοπηγή, σε σύγκριση με 2 χρόνια που χρειάζεται η κατασκευή ενός φωτοβολταϊκού πάρκου. Και αν ο κόσμος επενδύσει σε περισσότερη ανανεώσιμη ενέργεια, αυτή θα γίνει μία ακόμα φτηνότερη και βιώσιμη επιλογή. Το Μαρόκο και η Αίγυπτος αυξάνουν δραστικά το δυναμικό ανανεώσιμης ενέργειάς τους και δείχνουν πώς η συνεργασία μπορεί να μας βοηθήσει όλους να πάμε μακρύτερα και γρηγορότερα, μαζί. 

Αυτή είναι μία ευκαιρία για τις κυβερνήσεις να σπάσουν τον κύκλο της καταστροφής των ορυκτών καυσίμων και να κάνουν τη μετάβαση σε ένα πράσινο, ειρηνικό μέλλον. Οι κυβερνήσεις πρέπει να αναλάβουν δράση για την ειρήνη και για ένα ασφαλές κλίμα, με μία μετάβαση σε αποδοτική και ανανεώσιμη ενέργεια όσο το δυνατόν γρηγορότερα. 

Αρχικό κείμενο Marie Bout, Global Communications Strategist, Climate Program, Greenpeace International 

[1] Σύμφωνα με μία έκθεση του 2017 της εταιρείας στα ρωσικά, οι εταιρείες του ομίλου Rosneft προμήθευσαν το ρωσικό Υπουργείο Άμυνας, την Επιτροπή Διερεύνησης της Ρωσικής Ομοσπονδίας, το ρωσικό Υπουργείο Έκτακτης Ανάγκης, το ρωσικό Υπουργείο Εσωτερικών και τη Ρωσική Φρουρά, και ήταν τότε ο μοναδικός πάροχος καυσίμων κίνησης της Εθνικής Φρουράς, η οποία έχει αναπτυχθεί στα σύνορα με την Ουκρανία.

Bearing Witness to the Seismic Testing in the Ionian Sea, in Greece. © Alban Grosdidier / Greenpeace